Αναζητώντας τη χαμένη ταυτότητα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης

Είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός δημοσιεύονται πολλά έγκριτα πονήματα για την περιβαλλοντική εκπαίδευση στην ελληνική βιβλιογραφία, όχι τόσο μεταφρασμένα συγγράμματα, αλλά έργα ελλήνων μελετητών και πανεπιστημιακών. Θα μπορούσαμε όμως να αναφέρουμε ότι η μονογραφία του Αλέξανδρου Γεωργόπουλου με τίτλο «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Ζητήματα Ταυτότητας» αποτελεί για διάφορους λόγους κάτι το ιδιαίτερο. Αυτό που σίγουρα την κάνει ιδιαίτερη είναι η απορία που δημιουργεί για το κατά πόσον πρόκειται για ένα βιβλίο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, όπως μαρτυρεί ο τίτλος (Περιβαλλοντική Εκπαίδευση) ή για ένα βιβλίο για την περιβαλλοντική εκπαίδευση, όπως αφήνει να εννοηθεί ο υπότιτλος (Ζητήματα ταυτότητας).

Είναι αρκετά πιθανό ότι όποιος/α διαβάσει αυτό το βιβλίο θα καταλήξει μάλλον στη δεύτερη απάντηση, ότι πρόκειται δηλαδή για ένα επιστημολογικό σύγγραμμα, για ένα βιβλίο επομένως που ασχολείται όχι με την ίδια την επιστήμη της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης αλλά με την μεταπιστήμη της, με το πώς διεξάγεται δηλαδή αυτή, ποιες είναι οι υπόρρητες αρχές που την υπαγορεύουν, ποια είναι η μεθοδολογία της, ποιες είναι οι νομιμοποιητικές της αρχές, ποια η σχέση της με άλλους επιστημονικούς κλάδους και με την κοινωνία, ποιες οι συνθήκες ανάδυσης νέων θεωριών στο εσωτερικό της, και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα επιστημολογικά ερωτήματα. Η ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου λοιπόν είναι ότι, εξ όσων γνωρίζω, είναι το πρώτο ελληνικό επιστημολογικό βιβλίο για μια συγκεκριμένη επιστήμη, και μάλιστα γραμμένο όχι από κάποιον επιστημολόγο, αλλά από έναν επιστήμονα που ασκεί την ίδια την επιστήμη για την οποία διερωτάται και στοχάζεται επιστημολογικώς.

Ο συγγραφέας αφιερώνει λοιπόν ολόκληρα κεφάλαια στην επιστημολογία (Πρώτο Μέρος: 2ο κεφάλαιο, 6ο κεφάλαιο, Δεύτερο Μέρος: 3ο κεφάλαιο) και σε πολλά ακόμα σημεία του βιβλίου προχωρά σε επιστημολογικά σχόλια ή χρησιμοποιεί εργαλεία που άπτονται της επιστημολογίας, τονίζοντας θέματα που έχουν να κάνουν με τη διεπιστημονικότητα, τη διαθεματικότητα, αλλά επιπλέον διατυπώνει ακόμα και σε παραδοχές σχετικά με τη θεωρητική φόρτιση των ίδιων των τοποθετήσεών του (σ. 21), παραπέμποντας έτσι στις θέσεις του Χάνσον (Hanson) που υποστήριζε ότι οι παρατηρήσεις των επιστημόνων είναι –ούτως ή άλλως– θεωρητικά φορτισμένες (theory laden).[1]

Αξίζει λοιπόν να γίνει αναφορά δύο σημαντικών ιδεών οι οποίες εμφανίζονται σ’ αυτό το βιβλίο του Γεωργόπουλου και άπτονται καθαρά της επιστημολογικής σκοπιάς του συγκριμένου έργου. Η πρώτη αναπτύσσεται στο δεύτερο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου. Συγκεκριμένα ο Γεωργόπουλος διατυπώνει έναν ενδιαφέρων συλλογισμό σχετικά με την αλλαγή παραδείγματος μέσα από το πεδίο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Θυμίζουμε ότι ο Τόμας Κουν (Thomas Kuhn) υποστήριζε ότι η αλλαγή επιστημονικών θεωριών είναι μια επίπονη και επώδυνη διαδικασία. Ανέφερε μάλιστα ότι υπάρχουν κάποια στάδια που διέπουν τη διαδικασία της αλλαγής. Για την ακρίβεια, έχουμε στην αρχή μια προ-επιστήμη, μέσα από την οποία συγκροτείται το επιστημονικό παράδειγμα που στηρίζει η φυσιολογική επιστήμη και η επιστημονική κοινότητα που εργάζεται για το εν λόγω παράδειγμα. Όταν εμφανιστούν κάποιες ανωμαλίες τις οποίες δεν μπορεί να επιλύσει το κυρίαρχο παράδειγμα, και αν αυτές επιμένουν, τότε επέρχεται η κρίση και περνάμε σε μια φάση ιδιόρρυθμης επιστήμης. Έπειτα ακολουθεί η επιστημονική επανάσταση, που φέρνει το νέο επιστημονικό παράδειγμα και τη νέα φυσιολογική επιστήμη.[2]

Με βάση αυτή τη θεωρία του Κουν για την αλλαγή των επιστημονικών θεωριών ο Γεωργόπουλος διατυπώνει τη θέση ότι η ίδια η περιβαλλοντική εκπαίδευση αποτελεί τη σύζευξη δύο παραδειγματικών αλλαγών. Υποστηρίζει δηλαδή ότι συμβαίνουν ταυτόχρονα παραδειγματικές αλλαγές σε δύο διαφορετικά πεδία –στην ηθική και την παιδαγωγική επιστήμη– και ότι αυτές οι δύο αλλαγές βρίσκουν έδαφος γονιμοποίησης και σύζευξης στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, η γέννηση της περιβαλλοντικής ηθικής αποτέλεσε μια ρήξη με τους 25 αιώνες ηθικής φιλοσοφίας που προηγήθηκαν για τον πολύ απλό λόγο ότι για πρώτη φορά το ηθικό ενδιαφέρον στράφηκε και σε κάτι άλλο πέραν του ανθρώπου: στο περιβάλλον και στα μη ανθρώπινα ζώα. Αυτή όμως η στροφή επηρέασε και τροφοδότησε και την περιβαλλοντική εκπαίδευση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γεωργόπουλος:

Το πεδίο της ΠΕ, έχοντας αναπτυχθεί παράλληλα με την οικολογική κρίση και προσπαθώντας κατά συνέπεια να καταστρέψει την αταβιστική στάση εχθρότητας προς τη φύση θεμελιώνοντας τη βιοφιλία, συνδέεται άρρηκτα με το πεδίο της περιβαλλοντικής ηθικής και φιλοσοφίας. (σ. 52)

Ταυτόχρονα παρατηρείται μια κρίση στο παραδοσιακό σχολείο. Παρουσιάζονται διάφορες ανωμαλίες και έτσι τόσο το παραδοσιακό σχολείο όσο και η επιστήμη που το στήριζε μπαίνουν σε φάση κρίσης. Η κρίση αυτή, ισχυρίζεται ο Γεωργόπουλος, οδηγεί σε ένα νέο παράδειγμα που πρέπει να λάβει υπόψη του την αλλαγή των πολιτικο-κοινωνικών συσχετισμών της μεταπολίτευσης, τη νέα οικονομική και περιβαλλοντική πραγματικότητα, να αμφισβητήσει τον φρονηματισμό, τη νοησιαρχία, τον κλασικισμό, την ομοιογένεια και τον συγκεντρωτισμό της παραδοσιακής αγωγής. (σ. 54) Η περιβαλλοντική εκπαίδευση λοιπόν έρχεται και να ενισχύσει προς αυτή την κατεύθυνση, και να λειτουργήσει στο πλαίσιο μιας ιδιόρρυθμης επιστήμης που προλειαίνει το έδαφος για την έλευση του νέου παραδείγματος. Οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται για την περιβαλλοντική εκπαίδευση δουλεύουν, μας λέει ο Γεωργόπουλος, στο πλαίσιο άσκησης της ιδιόρρυθμης επιστήμης:

Οι άνθρωποι αυτοί καταλύουν στο βαθμό που τους αντιστοιχεί την ιεραρχική και αυταρχική οργανωτική δομή του παραδοσιακού σχολείου που βασίζεται στη χωροχρονική (και από τα πριν αποφασισμένη) ενότητα της εκπαιδευτικής πράξης και η οποία κατά συνέπεια της εξασφαλίζει και μια σχετική «μόνωση» από τις επιδράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος. Την παραπάνω χωροχρονική ενότητα αμφισβητεί η ΠΕ θεωρώντας τον εξωτερικό κόσμο ως μια διευρυμένη αίθουσα διδασκαλίας, όπου παιδιά και ενήλικες κινούνται αμφίδρομα από και προς το σχολείο, σπάζοντας έτσι την απομόνωσή του και σαρκώνοντας το «άνοιγμα του σχολείου στη ζωή». (σ. 58)

Πέρα όμως από το θέμα της παραδειγματικής αλλαγής σ’ αυτά τα επιστημονικά πεδία, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου ασχολείται με ένα ακόμα σημαντικότατο επιστημολογικό ζήτημα που είναι το ζήτημα της ίδια της ταυτότητας της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Αυτό μάλιστα είναι ένα θέμα που διατρέχει τη σκέψη του συγγραφέα σε διάφορα σημεία του βιβλίου.

Ο Γεωργόπουλος επισημαίνει ότι η περιβαλλοντική εκπαίδευση θεωρείται ως ένας κλάδος των φυσικών ή των περιβαλλοντικών επιστημών και τονίζει ότι πρέπει να τεθούν σαφή όρια που να διακρίνουν τη μία επιστήμη από την άλλη. Η θέση του είναι ότι η περιβαλλοντική εκπαίδευση είναι υπερσύνολο και όχι υποσύνολο των περιβαλλοντικών επιστημών. Φυσικά αρνείται ότι ταυτίζονται. Αναφέρει μάλιστα αρκετούς λόγους για να ενισχύσει την άποψή του, όπως για παράδειγμα ότι η επιστήμη της οικολογίας δεν ασχολείται με τα προβλήματα του δομημένου περιβάλλοντος, ότι οι περιβαλλοντικές επιστήμες δεν έχουν ως στόχο τους τη συσχέτισή τους με τον ανθρώπινο πολιτισμό και ότι οι επιστήμονές τους δεν εφαρμόζουν μεθόδους όπως η βιωματική εκπαίδευση, η ομαδοσυνεργατική κλπ. Οι λόγοι δηλαδή που διακρίνουν την περιβαλλοντική εκπαίδευση από τους άλλους κλάδους έχουν να κάνουν με τους στόχους, τα αντικείμενα μελέτης, αλλά και τις μεθοδολογίες τους. Αναφέρει μάλιστα διάφορα προβλήματα από την ταύτιση (σ.121) και τη σύγχυση (σ. 123) αυτών των πεδίων, καθώς και τις στρεβλώσεις που προκύπτουν και τα ευτράπελα που απεικονίζονται μερικές φορές σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των εκπαιδευτών για την περιβαλλοντική εκπαίδευση των Σχολειών Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου το Υπουργείο Παιδείας δέχεται ως αρμόδιους να διδάξουν αυτό το μάθημα μόνο τους φυσικούς επιστήμονες, δηλαδή τους φυσικούς, βιολόγους, δασολόγους κλπ., ταυτίζοντας την περιβαλλοντική εκπαίδευση δηλαδή με την απλή διδασκαλία των περιβαλλοντικών προβλημάτων (σ. 125). Σε πολλές χώρες, και στη δική μας, θεωρείται ότι αν γνωρίζεις το πρόβλημα (εν προκειμένω το οικολογικό) αυτό συνεπάγεται αυτομάτως ότι ξέρεις τον τρόπο να το λύσεις, ότι θες να το λύσεις και ότι τελικά θα καταφέρεις να το λύσεις:

Εν τέλει, επιχειρηματολογώντας προς την κατεύθυνση της οριοθέτησης και του απογαλακτισμού της ΠΕ από τις περιβαλλοντικές επιστήμες, αν θέλουμε να μιλήσουμε αυστηρά επιστημολογικά, δεν υπάρχει κανένα δεδομένο στην επιστημονική οικολογική γνώση και αντίληψη, μέσα από το οποίο να προκύπτει η αναγκαιότητα της φροντίδας και της ικανοποίησης των αναγκών είτε μεμονωμένων όντων είτε συνολικών οικοσυστημάτων. Ταυτόχρονα, μάλιστα, ένας μεγάλος όγκος εμπειρικών ερευνών συμπεραίνει ότι η παραπάνω προσφορά της επιστημονικής γνώσης δεν μπορεί να εξασφαλίσει από μόνη της αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αλλιώς οι γιατροί δεν θα κάπνιζαν, οι δικηγόροι και οι δικαστές δεν θα παρέβαιναν τους νόμους κ.λπ. (σ.130)

Ο Γεωργόπουλος επισημαίνει μάλιστα και την πολιτική λειτουργία της επιστημονικής κοινότητας, τη λειτουργία εκείνη δηλαδή που επηρεάζεται και επηρεάζει την κοινωνία, που πολλές φορές χρησιμοποιεί εξω-επιστημονικά μέσα για να νομιμοποιήσει τα επιστημονικά της πορίσματα. Έτσι, ένας από τους λόγους για την πρωτοκαθεδρία των φυσικών επιστημόνων είναι το κύρος τους, που προέρχεται από την μακραίωνη ιστορία των συγκεκριμένων επιστημών, και το οποίο συνεπάγεται επίσης και μεγαλύτερη πρόσβαση στα ερευνητικά κονδύλια και εν γένει σε διάφορους πόρους, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να εκτοπίζουν τους αντιπάλους τους. Αυτοί οι επιστήμονες έχουν συναναστροφή με πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους και έτσι μπορούν και επηρεάζουν. (σ. 229)

Ωστόσο ο Γεωργόπουλος είναι κατηγορηματικός ως προς την ανάγκη απογαλακτισμού της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης από τις περιβαλλοντικές επιστήμες. Από μία άποψη μάλιστα αυτό καταλαβαίνουμε ότι θα είναι ευεργετικό και για τα επιστημονικά δύο πεδία, αφού και τα δύο πεδία θα περιφρουρήσουν έτσι και θα δομήσουν ξεκάθαρα το γνωστικό τους πεδίο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι η συγκεκριμένη οριοθέτηση θα λειτουργήσει απαγορευτικά για τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση των κλάδων. Αυτό το εξαιρετικό βιβλίο αποτελεί μια πρώτη σημαντική προσπάθεια για τη σχηματοποίηση αυτής της χαμένης ταυτότητας της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και είναι βέβαιο ότι δεν δίνει τελεσίδικες απαντήσεις και λύσεις για αυτό το ζήτημα, αλλά αφήνει ανοιχτό το πεδίο για συζήτηση και γονιμοποίηση

**Ο Σταύρος Καραγεωργάκης, είναι δρ. ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών και της τεχνολογίας, εκπαιδευτικός ΔΕ


[1] Hanson, Norwood Russell, Πρότυπα Ανακάλυψης, μτφρ. Γιάννης Παρασκευόπουλος- Δημήτρης Παπαγιαννάκος- Βασιλική Κιντή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2002.

[2] Kuhn, Thomas, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, μτφρ. Γ. Γεωργακόπουλος & Β. Κάλφας, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, 1981.

------------------

Το  κείμενο γράφηκε με αφορμή την παρουσιάση του βιβλίου του Αλέκου Γεωργόπουλου "Περιβαλλοντική Εκπαίδευση: Ζητήματα ταυτότητας" που οργανώθηκαν από την ΠΕΕΚΠΕ – Κεν. Μακεδονίας και το περιοδικό "Για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση" (Θεσσαλονίκη (9/12/14).