Φυτρώνει ελπίδα στο τσιμέντο;

Συγγραφέας: 
Η πόλη δεν είναι χωρική οντότητα με κοινωνικές προεκτάσεις 
 αλλά κοινωνιολογική οντότητα που διαμορφώνεται χωρικά.
Georg Simmel[1]
 

Όταν μιλάμε για χώρο δεν εννοούμε κάποιο ουδέτερο κέλυφος που παρέχει στέγη σε ανάλατες ανθρώπινες ζωές. Ο χώρος έχει ρόλο ενεργό. Επηρεάζει την πλοκή της ανθρώπινης κωμωδίας, αλλά και επηρεάζεται από αυτήν.

Η Αθήνα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Χωριό ήταν ακόμα όταν την είπανε πρωτεύουσα της Νέας Ελλάδας και τα κτήρια που στέγαζαν ζωή ήταν λιγότερα από τα ερείπια. Μα υπήρχε η Ακρόπολη, η οποία δέσποζε στον βράχο και ραδιοβολούσε αρχαίο μύθο, ικανό να κληροδοτήσει στο νέο Κράτος ένα λαμπρό παρελθόν. Η Αθήνα ονομάστηκε πρωτεύουσα και ο νέος βασιλέας διέταξε να συγκροτηθεί πολεοδομικό σχέδιο και να ξεκινήσει το κτίσιμο. Αλλά οι ρυθμίσεις δόμησης μερίμνησαν ώστε να μην υπάρξει κτήριο που να ανταγωνίζεται σε ύψος την Ακρόπολη.

Το πρόβλημα δεν ήταν έντονο όσο η Αθήνα, στην πρώτη φάση οικοδομικής ανάπτυξης δεν είχε πληθυσμό με μεγάλες στεγαστικές απαιτήσεις.  Παρ’ όλα αυτά η δημογραφική συγκέντρωση που ακολούθησε, πύκνωσε τα σώματα που ζητούσανε στέγη. Ο νόμος δεν τροποποιήθηκε και τα νέα κτήρια δεν μπορούσανε να πάρουν ύψος. Η μέριμνα για το αρχαίο κλέος, η πολυκτησία και το κατακερματισμένο έδαφος, οι στεγαστικές απαιτήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα ανάγκασαν την πρωτεύουσα αντί για ύψος, να πάρει έκταση [2]. Η Αθήνα επεκτάθηκε, έχτισε παντού, με κύριο υλικό το φτηνό τσιμέντο και με τρόπο λυσσαλέο και σχεδόν αυτοσχέδιο. 

 

Η παρούσα μελέτη θα προσπεράσει τις ιδιαίτερες ιστορικές, πολεμικές και οικονομικές συνθήκες, που συνετέλεσαν στην παρούσα, σύγχρονη μορφή του αστικού μας τοπίου. Αρκεί μια αναφορά στο προφανές γεγονός ότι πολλά από τα παλιότερα σπίτια κατεδαφίστηκαν, επιφέροντας ένα πλήγμα στην αρχιτεκτονική κληρονομιά και την πρότερη δομή των  πόλεων, και αντικαταστάθηκαν από τα σκληρόδερμα στοιχεία της νέας πόλης -  τις πολυκατοικίες - που αποτέλεσαν μια διαφορετική, φτωχότερη και μορφολογικά πιο περιορισμένη εκδοχή του μοντέρνου κινήματος και του στιβαρού και ογκώδους μπρουταλισμού - ο οποίος σάρωσε μεταπολεμικά τις πόλεις κυρίως του Ανατολικού Μπλοκ. Η ιστορία αυτή είναι παρούσα στους χώρους που στεγάζουν την τρέχουσα ζωή - στις πολυκατοικίες - όπου σκηνοθετείται μεγάλο μέρος του συλλογικού μας βίου. 

Αυτό το νέο στοιχείο της πόλης, οι πολυκατοικίες επηρέασαν όχι μόνο τη δομή της πόλης αλλά και τον ανθρώπινο ψυχισμό. Ενώ η εμβληματική μορφή του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, ο Le Corbusier, συνέταξε το μανιφέστο του υπερασπιζόμενος το δικαίωμα των μαζών σε άπλετο φως, καθαρό αέρα και θέα και πρόσβαση σε χώρο και έδαφος για όλους[3], η εγχώρια εκδοχή του - καθώς λόγω νόμου δε μπορούσε να επιτρέψει υψηλά κτήρια - έφτιαξε διαμερίσματα με χαμηλότερα ταβάνια ώστε να χωρέσουν πιο πολλά στο νομοθετημένο ύψος. Τα παράθυρα τους έγιναν μικρότερα με αποτέλεσμα ο ήλιος να εισέρχεται πιο δύσκολα. Η πυκνή δόμηση δεν επέτρεψε να φτιαχτούν μεγάλες πλατείες. Και οι δρόμοι έγιναν στενοί και η κίνηση των μηχανοκίνητων πιο έντονη. Τα πεζοδρόμια των στενών δρόμων φτιάχτηκαν ακόμα στενότερα με αποτέλεσμα ο δημόσιος χώρος να είναι περιορισμένος.

 
Σύμφωνα με μια σημαίνουσα μορφή του αστικού σχεδιασμού, τον Δανό Jan Gehl: “Όταν οι υπαίθριοι χώροι είναι φτωχοί σε ποιότητα, μόνον οι απολύτως αναγκαίες δραστηριότητες πραγματοποιούνται… (σε δρόμους και αστικούς χώρους χαμηλής ποιότητας, μόνο οι απολύτως στοιχειώδεις δραστηριότητες συμβαίνουν. Οι άνθρωποι βιάζονται να επιστρέψουν στο σπίτι.”[4]

Αλλά δεν υποβαθμίστηκε μόνον ο δημόσιος χώρος. Οι τοπολογικές ανισότητες μεταξύ των οίκων εντάθηκαν. Οι φτωχότερες δημογραφίες ζουν στα χαμηλότερα στρώματα των πολυκατοικιών τα οποία γειτονεύουν με θορύβους και οχλήσεις και αντί για θέα σε ήλιο και ουρανό - όπως όριζαν οι υπερασπιστές του μοντέρνου κινήματος - έχουν θέα στο απέναντι τσιμέντο. Αντίθετα οι ευπορότερες δημογραφίες κατοικώντας ψηλά, έχουν πρόσβαση σε ήλιο, αέρα και ουράνια θέα.

Ο ελληνικός μπρουταλισμός[5], ήταν προϊόν μιας πλαστογραφημένης εκδοχής του αυθεντικού οικοδομικού ρεύματος που εφαρμόστηκε σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις. Αυτή η πλαστογραφία ωστόσο θα μπορούσε να προκρίνει και άλλες θετικότερες ποιότητες βίου.

Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Oscar Newman, τα μικρόσωμα, χαμηλής έντασης κτήρια είναι πιο βιώσιμα, πιο αυτόνομα και αρκετά πιο λειτουργικά ώστε να αποτρέπουν εγκληματικές πράξεις και να επιτρέπουν συνεννοήσεις μεταξύ των κατοίκων[6].

Η ελληνική μικρογραφία κατασκεύασε τέτοια, χαμηλών διαστάσεων και έντασης, οικοσυστήματα με διαμερίσματα λιγοστά και επομένως λιγότερους ενοίκους, οι οποίοι συναντιούνται πιο συχνά και μπορούν να γνωριστούν και να αναγνωριστούν ευκολότερα. Δια της επαναλήψεως τα βλέμματα γίνονται αναγνωρίσιμα και οι τυχαίοι συγκάτοικοι σε σύντομο διάστημα προβιβάζονται σε γείτονες και γνωστούς. 

Οι πολυκατοικίες πάλιωσαν και μαζί με τα ρήγματα στους τοίχους τους εμφανίζεται και ένα άλλο ρήγμα που έχει να κάνει με το περιεχόμενο των ζωών που διαδραματίζονται μέσα τους. Παρότι οι πολυκατοικίες φτιάχτηκαν σε εποχές με άλλα προβλήματα και άλλες συλλογικές ανάγκες και επιθυμίες, τόσες δεκαετίες μετά γεννήθηκαν νέα προβλήματα και νέες απαιτήσεις που μοιάζουν να μη μπορούν να εκπληρωθούν σε σκεύη που φτιάχτηκαν για ανθρώπους με συνήθειες διαφορετικές από αυτές του σύγχρονου ανθρώπου.

Το ρήγμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχει να κάνει με την ισχύ των ορίων. Ο μοντερνισμός στοχάστηκε περί αυτών των ορίων που σήμερα χάνονται. Στην Χάρτα των Αθηνών, για παράδειγμα, ο Le Corbusier άπλωσε σε 95 θέσεις ένα πολεοδομικό όραμα, με την πρόθεση να τακτοποιήσει το χάος κατανέμοντας τη ζωή σε τέσσερις επικράτειες του βίου: κατοικία, εργασία, αναψυχή, μετακίνηση[7].

Για την πολιτική θεωρία, η διάκριση και τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο ήταν θεμελιώδης. Και σύμφωνα με τους ορισμούς των στοχαστών, στον ιδιωτικό χώρο, ο μοντέρνος άνθρωπος μπορούσε να βυθιστεί σε αναστοχασμούς και να σκεφτεί τη θέση του στον κόσμο. Και στην δημόσια σφαίρα, ως πολίτης πια, μπορούσε αυτόν τον αναστοχασμό να τον μεταμορφώσει σε πράξη.

Η σημασία των ορίων στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο είναι έκδηλη. Το ίδιο ισχύει τόσο για την εργασία όσο και για την ίδια την πολιτική. Οι εργάτες στα αιτήματά τους απέναντι στην εργοδοσία, ζητούσαν μια δίκαιη και ίση τριχοτόμηση της εικοσιτετράωρης ζωής: ένα οκτάωρο δουλειάς στο εργοστάσιο, ένα οκτάωρο ανάπαυσης και ένα οκτάωρο αναψυχής. Τα όρια ήταν σαφή, οι πράξεις είχαν τους χώρους τους και κάθε χώρος ταίριαζε σε συγκεκριμένες πράξεις. Μα και την πολιτική σαν οριοθετημένο χώρο την καταλαβαίνουμε. Αριστεροί και δεξιοί πολιτικοί, αλλά και αποφάσεις που παίρνονται από τα πάνω και πρωτοβουλίες από τα κάτω συνθέτουν το πολιτικό μας λεξιλόγιο. Μιλάμε για πολιτική με όρους χώρου και ορίων.

Αλλά τα όρια του μοντερνισμού που κατένειμαν και ερμήνευαν τον κόσμο έχουν αποδυναμωθεί. Η νέα επισφαλής εργατική δύναμη δεν έχει ωράριο σταθερό. Aν οι εργάτες κάποτε ζητούσαν να αυξηθεί η φέτα της ανάπαυσης και να μειωθεί η φέτα της δουλειάς, σήμερα αυτό που ζητούν είναι να υπάρξουν όρια[8].

Αλλά τα όρια της πολιτικής θεωρίας κλονίζονται. Ο άνθρωπος της δημόσιας ζωής, αυτός που συναντούμε έξω στον δημόσιο χώρο, δεν είναι ένας άνθρωπος που αναστοχάζεται και πράττει αλλά είναι περισσότερο τουρίστας, καταναλωτής και αδιάφορος για τις πολιτικές διαδικασίες. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε να κάνουμε με αποδυναμωμένες εκδοχές του δημοσίου ανδρός. Εκδοχές που οφείλονται στις αλλαγές που συμβαίνουν στις ποιότητες της ζωής εντός του χώρου[9]. Δημόσιος άνδρας δεν υπάρχει διότι αποδυναμώθηκε η δημόσια σφαίρα. H δημόσια σφαίρα έχει αποσυνδεθεί εντελώς από τον χώρο. Τα κέντρα των αποφάσεων έχουν μετατοπιστεί. Σύμφωνα με τον Colin Crouch, θεμελιωτή της έννοιας της μεταδημοκρατίας, τα κόμματα εκ δεξιών και αριστερών παρότι ξιφουλκούν και ρητορεύουν το ένα ενάντια στο άλλο, επισημαίνοντάς μας ασταμάτητα τις διαφορές τους και τα όρια που υπάρχουν ανάμεσά τους, δεν πείθουν μα απογοητεύουν τα ακροατήριά τους.

Η ίδια απώλεια των ορίων συμβαίνει και με τον χτισμένο χώρο. Οι χώροι των διαμερισμάτων που έφτιαξαν οι αρχιτέκτονες για να στεγάσουν, ότι θεωρούσαν κανονική, καθημερινή ζωή, είναι διάτρητοι. Στον δημόσιο λόγο  ασταμάτητα διατυπώνονται οι θρήνοι για τις άσχημες και μη λειτουργικές μας πόλεις και για τα ίχνη του νεοκλασικού κόσμου που σβήστηκαν ξαφνικά, απότομα, ριζοσπαστικά και σκόπιμα για να γεννηθούν πάνω στα χαλάσματά τους αυτά τα νέα, λιγότερο όμορφα, σκληρόδερμα στοιχεία.

Οι πολυκατοικίες θεωρούνται ενσαρκώσεις προβλημάτων, αιτίες κρίσεων, δομές άκρατου ατομικισμού όπου εκκολάπτεται η αστική μοναξιά· δομές που παραβιάζουν τον δημόσιο χώρο και συγκροτούν την αβίωτη μητρόπολη· κατασκευές υποδεέστερες ως προς την αισθητική τους ποιότητα αλλά και τον τύπο ανθρώπου που παράγουν. Κατοικούμε χώρους που μάθαμε να αντιπαθούμε.
 
Αλλά εξακολουθεί αυτή η αντιπάθεια να είναι νόμιμη; Μήπως αυτή η αρνητική προδιάθεση κρύβει ενδεχόμενες θετικές δυναμικές του χώρου, τις αναγκαίες να σαρκωθούν για να απαντήσουν στη σημερινή ρευστότητα; 

Ο σοφός νους αντί να δικάσει τα πράγματα αναπαράγοντας ετυμηγορίες, προτιμά να τα ανακρίνει προτού βγάλει συμπεράσματα. Αυτή τη μέθοδο συνιστώ και για την πολυκατοικία. Ας διατρέξουμε τα υποστυλώματα των αξιολογήσεων για να ανιχνεύσουμε την ποσότητα νομιμότητας που εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα τους. Αντί για μοιρολόγια, ας ψάξουμε λέξεις για να περιγράψουμε και να καταλάβουμε τους χώρους της. Και αφού τους καταλάβουμε - όπως τους καταλάβουμε - μπορούμε να δούμε αν θέλουμε να τους αλλάξουμε/αφήσουμε ως έχει/ γκρεμίσουμε.

Μπορούμε, λοιπόν να συγχωρήσουμε την πολυκατοικία, να την καταλάβουμε και να εξετάσουμε αν οι χώροι που σχηματίζει πληρούν τις αρχιτεκτονικές προϋποθέσεις μιας νέας ζωής και μιας νέας δημοκρατικότητας, που να απαντά στα πολυπρόσωπα προβλήματα που προκαλούνται από τη ρευστότητα;

Ο Γάλλος συγγραφέας Ζωρζ Περέκ, στο εμβληματικό του έργο “Ζωή οδηγίες χρήσεως” καταγράφει το πλήθος των χειρονομιών, δράσεων και καταστάσεων που υπάρχουν σε μια πολυκατοικία. Σκιαγραφεί τις ζωές αλλά και τις δυνατότητες που υπάρχουν μέσα τους. Παρόμοιο, ας προσπαθήσουμε και εμείς να δούμε τους χώρους της πολυκατοικίας και τη ζωή μας διαφορετικά από αυτό που είχαν οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι στο μυαλό τους όταν ταξινόμησαν τη ζωή αντιστοιχώντας την ποικιλία της στον κατασκευασμένο χώρο. Ας αποσυναρμολογήσουμε τους χώρους της και τις σχέσεις μας σε αυτόν τον χώρο. Ας την δούμε αλλιώς, όχι ως πρόβλημα αλλά ως μέρος μιας λύσης.

Για παράδειγμα, ας αποσυναρμολογήσουμε τη σκάλα για να βρούμε τις κρυμμένες, θετικές κοινωνιολογικές δυναμικές που κρύβονται κάτω από τις στρώσεις της συνήθειας.  Τί θα γινόταν αν αλλάζαμε τον σκοπό που νομίζουμε ότι εξυπηρετεί η σκάλα; Τί θα γινόταν αν στις σκάλες καθιερωνόταν ο θεσμός μικρών botellón; Τί θα γινόταν αν οι άνθρωποι των ορόφων δίνανε ραντεβού για έναν καφέ στα σκαλιά αραιά και που; Εν ολίγοις, τί θα γινόταν αν η σκάλα από τόπος διαδρομής μετατρεπόταν σε τόπο συνάντησης;

Ας στρέψουμε το βλέμμα μας στις ταράτσες. Οι ταράτσες φτιάχνουν ένα ανεκμετάλλευτο, υπέργειο στρώμα. Στα μανιφέστα του, o Le Corbusier προόριζε την ταράτσα ως τόπο μέσω του οποίου η πολυκατοικία επιστρέφει πίσω στη γη, το έδαφος που της στέρησαν τα θεμέλιά της. Μπορούμε να σκεφτούμε τις ταράτσες αλλιώς; Πράσινες, χωρίς τοιχία, δεμένες μεταξύ τους με σκάλες και γέφυρες που δημιουργούν μια ιπτάμενη πόλη.

Ας δούμε τις σχέσεις συγκατοίκησής μας αλλιώς. Μπορούμε να σταλάξουμε λίγο κοινό βίο στην πολυκατοικία; Να αφαιρέσουμε κάποιες πόρτες και να προσθέσουμε κάποιους κοινούς χώρους; Σταδιακά στήνονται ομάδες που το κάνουν. Η ομάδα Space10, χρηματοδοτούμενη από τον Σουηδικό κολοσσό, ΙΚΕΑ, σχεδιάζουν χώρους στους οποίους οι κάτοικοι μοιράζονται την κουζίνα,  κοινόχρηστα εργαλεία, οχήματα για την μετακίνησή τους.

Ας σκεφτούμε παιχνίδια ιχνηλασίας που διαδραματίζονται μέσα στην πολυκατοικία. Ας σκαρφιστούμε ομάδες που χαρτογραφούν τους κενούς χώρους, που αναζητούν την ιστορία της δομής όπου ζουν ή την προϊστορία του χώρου όπου χτίστηκε η πολυκατοικία · ομάδες που στήνουν δίκτυα επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων για να διευκολύνουν τις αποφάσεις τους. Πολλές φορές δεν γνωρίζουμε τί κρύβεται σε μια πολυκατοικία. Μπορούμε να καταγράψουμε τα ίχνη; Ποιοι ζούσαν πριν εδώ; Ποια είναι τα ίχνη που άφησαν; Πως η δομή επηρέασε τη ζωή των ανθρώπων; Τί διακριτό χαρακτηριστικό υπάρχει σε αυτή την πολυκατοικία;

Οι δυνατότητες είναι πολλές, αλλά για να τις σκεφτούμε πρέπει να σταματήσουμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας αποκλειστικά στην Αγορά και τους Κρατικούς θεσμούς και να στηριχτούμε στην επινοητικότητα των κατοίκων και τη δύναμή τους να απαντούν οι ίδιοι στα προβλήματα που τους επηρεάζουν. Τότε η πολυκατοικία εκτός από πρόβλημα μπορεί να γίνει και μέρος της λύσης. Μα πρώτα να την συγχωρήσουμε, να παραμερίσουμε την αρνητική προδιάθεση και να της ρίξουμε ένα πιο παιχνιδιάρικο και τρυφερό βλέμμα. Να την φανταστούμε αλλιώς! Να την κατοικήσουμε αλλιώς!

 
Σημειώσεις

[1] Georg Simmel, Μητροπολιτική Αίσθηση, Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης, Κοινωνιολογία των Αισθήσεων, Εκδόσεις Άγρα, 2017

[2] Χριστόφορος π. Σακελλαρόπουλος, μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολιτική της αστικής ανοικοδόμησης, Αθήνα 1945-1960, Εκδόσεις Παπαζήση.

[3] Le Corbusier, Η χάρτα των Αθηνών, Επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, μετάφραση: Σταύρος Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον, 2017.

[4] Jan Gehl, Η ζωή ανάμεσα στα κτήρια, χρησιμοποιώντας το δημόσιο χώρο, Μετάφραση Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου, Παρασκευή Ταράνη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2013, σελ 19

[5] Ο όρος δεν προκύπτει από το brutalπου σημαίνει άσχημος, αλλά από το bétonbrut που σημαίνει ωμό μπετόν

[6] Oscar Newman, Defensible Space, Macmillan (1972)

[7] Le Corbusier, Η χάρτα των Αθηνών, Επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, μετάφραση: Σταύρος Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον, 2017

[8] Guy Standing, The Precariat: The New Dangerous Class, Bloomsbury Academic; Revised ed. edition 2014

[9] Saskia Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press, 2013

 

Βιβλιογραφία

Σακελλαρόπουλος Χριστόφορος Π., Μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολιτική της αστικής ανοικοδόμησης, Αθήνα 1945-1960, Εκδόσεις Παπαζήση.

Arendt Hannah, Η ανθρώπινη κατάσταση (vita activa), μετάφραση: Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης, Εκδόσεις γνώση, 2008.

Crouch Colin, Post-Democracy, Polity, 2004.

Guy Standing, The Precariat: The New Dangerous Class, Bloomsbury Academic; Revised edition 2014.

Jan Gehl, Η ζωή ανάμεσα στα κτήριαχρησιμοποιώντας το δημόσιο χώρο, Μετάφραση Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου, Παρασκευή Ταράνη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, 2013.

Le Corbusier, Η χάρτα των Αθηνών, Επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, μετάφραση: Σταύρος Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον, 2017.

Newman Οscar, Defensible Space, Macmillan, 1972.

Saskia Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press, 2nd edition, 2013.

Simmel Georg, Μητροπολιτική Αίσθηση, Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης, Κοινωνιολογία των Αισθήσεων, μετάφραση: Ιωάννα Μεϋτάνη, Εκδόσεις Άγρα, 2017.