Περιβαλλοντική «ανάγνωση» των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων «… Στρατηγέ, τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;».

Περίληψη

Το άρθρο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο –σύντομο- μέρος, γίνεται σύντομη αναφορά στη σταδιακή μετεξέλιξη της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης αρχικά σε Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη και αργότερα στον Περιβαλλοντικό Γραμματισμό. Στο δεύτερο -και πιο αναλυτικό μέρος- καταγράφονται στοιχεία τα οποία η ΠΕ μπορεί να αξιοποιήσει από την αρχαιολογική έρευνα, προκειμένου να βοηθήσει τους μαθητές στην διαμόρφωση αξιών, αντιλήψεων και στάσεων, η υιοθέτηση των οποίων θα τους οδηγήσει στη διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Πιο συγκεκριμένα επιχειρείται η απάντηση σε δύο βασικά ερωτήματα. Το αρχικό ερώτημα του οποίου η απάντηση επιχειρείται είναι «Ποια είναι τα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά οφέλη των μαθητών από την υλοποίηση προγραμμάτων Περιβαλλοντική Εκπαίδευσης που έχουν ως θέμα τα αρχαιολογικά μνημεία;» Το δεύτερο και σπουδαιότερο ερώτημα γύρω από το οποίο εστιάζει το άρθρο είναι «Ποιες από αντιλήψεις και πρακτικές της αρχαιότητας που αναδεικνύει η περιβαλλοντική ανάγνωση των αρχαιολογικών μνημείων και χώρων παραπέμπουν ευθέως στις αρχές της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης που είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο;»

 Λέξεις - κλειδιά: περιβαλλοντική «ανάγνωση», περιβαλλοντικός γραμματισμός, αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

 Εισαγωγή

Ο παραπάνω στίχος με τον οποίο κλείνει το εξαιρετικό ποίημα του Ν. Εγγονόπουλου «Μπολιβάρ» έρχεται στο νου μου, καθώς σκέφτομαι ότι, αν και δεν είμαι ειδικός ούτε στην Αρχαιολογία ούτε και στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (: εφεξής ΠΕ), θα επιχειρήσω να αναδείξω σημεία συνάντησης των δύο επιστημονικών περιοχών, αποφεύγοντας όμως μια ιστορικού τύπου προσέγγιση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων ως πηγών, όπως θα μπορούσα να κάνω ως φιλόλογος στο πλαίσιο είτε της Γενικής είτε της Τοπικής Ιστορίας (Περδίκης, 2005).

Ειδικότερα, στόχος της εργασίας μου είναι, αφού πρώτα αναφερθώ με συντομία στην σταδιακή μετεξέλιξη της ΠΕ στην Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη (:ΕΠΑΑ ή ΠΕΑΑ) και στον Περιβαλλοντικό Γραμματισμό, εν συνεχεία -και πιο αναλυτικά- να καταγράψω στοιχεία από την αρχαιολογική έρευνα τα οποία η ΠΕ μπορεί να αξιοποιήσει, προκειμένου να βοηθήσει τους μαθητές στην διαμόρφωση αξιών, αντιλήψεων και στάσεων, η υιοθέτηση των οποίων θα τους οδηγήσει στη σωστή διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων.

 Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ) στην Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΕΠΑΑ ή ΠΕΑΑ) και τον Περιβαλλοντικό Γραμματισμό

Είναι γνωστό ότι ήδη από τη δεκαετία του 1990 η προβληματική και η θεματολογία της ΠΕ διευρύνθηκε. Η Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφόρο Ανάπτυξη, η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της ΠΕ, έχει ευρύτερο προσανατολισμό, καθώς συμπεριλαμβάνει θέματα, όπως είναι η εκπαίδευση για την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διαφορετικότητα και η υγεία. Καθώς ο πλανήτης μας δοκιμάζεται από έντονες αλλαγές και η κοινή γνώμη διχάζεται εξαιτίας της επιστημονικής αβεβαιότητας για το μέλλον του, εμφανίστηκε στο προσκήνιο η λέξη «αειφορία», ενώ η Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη θεωρήθηκε η εκπαιδευτική απάντηση στο αίτημα της παγκόσμιας κοινότητας για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης και της κρίσης αξιών (Λιαράκου & Φλογαΐτη, 2007).  Εντούτοις η Αειφόρος Ανάπτυξη ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι σημείο αντιλεγόμενο καθώς συνδέεται άμεσα με ιδεολογικού χαρακτήρα τοποθετήσεις. Μάλιστα κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για ένα οξύμωρο λεκτικό σύνολο, που αποτελείται από αλληλοαποκλειόμενες έννοιες (Γραίκος, 2011).

Πολύ πρόσφατα και στο πλαίσιο της Παιδαγωγικής των Γραμματισμών εισήχθη η έννοια του περιβαλλοντικού (ή οικολογικού) γραμματισμού, που στηρίζεται στην αντίληψη ότι η ΠΕ είναι μια διεπιστημονική διαδικασία διαμόρφωσης πολιτών με συνειδητοποίηση και γνώση για το περιβάλλον, τόσο το φυσικό όσο και το ανθρωπογενές. Η συνειδητοποίηση και η γνώση αυτή θεωρούνται ως η απαραίτητη βάση αρχικά για την εκ μέρους των μαθητών επίγνωση των υπαρχόντων περιβαλλοντικών προβλημάτων αλλά και την αποφυγή δημιουργίας νέων, και τελικά για την εκ μέρους τους απόκτηση δεξιοτήτων που θα τους επιτρέψουν να συμμετάσχουν ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα που σχετίζονται με τα φλέγοντα ζητήματα του περιβάλλοντος (Φλογαΐτη, 2010).

Ακόμη πιο προωθημένη είναι η έννοια του Κριτικού Περιβαλλοντικού Γραμματισμού, ο οποίος εμπλέκει τους μαθητές στην ουσία της περιβαλλοντικής κρίσης, εξετάζοντας τα περιβαλλοντικά προβλήματα με ολιστική και διεπιστημονική οπτική, όχι ως φυσικά φαινόμενα που υπόκεινται σε αντικειμενικές αναλύσεις και διαγνώσεις, αλλά ως κοινωνικές «κατασκευές» των οποίων η αντίληψη και η σημασία αλλάζει ανάλογα με τα εκάστοτε ανθρώπινα συμφέροντα. Δίνει δηλαδή έμφαση στην κοινωνία και στο άτομο ως ενεργό μέλος της κοινωνίας και εμπλέκει τους μαθητές στην ουσία της περιβαλλοντικής κρίσης με στόχο την εκ μέρους τους απόκτηση δεξιοτήτων όπως είναι η κριτική ανάλυση των κοινωνικών διεργασιών και των σχέσεων εξουσίας (στο πλαίσιο των συγκεκριμένων τοπικών κοινωνιών) και η δίκαιη, συμμετοχική και συλλογική λήψη αποφάσεων.

Φυσικά μέσα από μια τέτοια οπτική, η γνώση που απαιτεί ο Περιβαλλοντικός Γραμματισμός παύει να είναι μονοδιάστατη και ενισχύεται από άλλους γραμματισμούς, τους οποίους και ενισχύει με η σειρά του, όπως είναι ο Επιστημονικός Γραμματισμός (:Φυσική, Χημεία, Βιολογία), ο Ιστορικός Γραμματισμός (:Ιστορία), αλλά ακόμη και ο Γλωσσικός Γραμματισμός και βέβαια και ο Αρχαιολογικός Γραμματισμός.

 Η συνάντηση της ΠΕ με την Αρχαιολογία

Ξεκινώντας το δεύτερο μέρος της εργασίας μου σπεύδω να υπογραμμίσω κάτι που ίσως φαίνεται κοινότοπο, αλλά ουσιαστικά αποτελεί τη βάση των σκέψεων που θα ακολουθήσουν. Το ότι δηλαδή η ΠΕ δε μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην συγχρονική διάσταση της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος, αλλά και να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την ιστορική διάσταση της σχέσης αυτής. Από την άλλη η ΠΕ δεν πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση μιας κάποιας «πατριδογνωσίας», αλλά στη συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο οι αρχαίες και οι παραδοσιακές κοινωνίες αντιλαμβάνονταν την έννοια του περιβάλλοντος, διαμόρφωναν και νοηματοδοτούσαν το φυσικό τους χώρο και φρόντιζαν για τη διατήρησή του (Τουλούμης, 2009).

Εδώ ακριβώς είναι το σημείο συνάντησης της ΠΕ με την αρχαιολογική έρευνα, η οποία µελετώντας τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας και του ανθρώπινου περιβάλλοντος της αρχαιότητας έχει ως κύριο στόχο να ανασυνθέσει τη ζωή του παρελθόντος και να αποκαλύψει τα µηνύµατα της αρχαιότητας (Πετράκης, 2013:14). Στο πλαίσιο, επομένως, της διεπιστηµονικότητας, που αποτελεί το βασικότερο χαρακτηριστικό της, η ΠΕ έρχεται να συνεργαστεί µε την αρχαιολογική έρευνα, προκειµένου να διαµορφώσει έναν κώδικα αξιών και αντιλήψεων, η υιοθέτηση του οποίου θα οδηγήσει τους μαθητές στη διαµόρφωση στάσεων που θα συµβάλουν στη διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητηµάτων.

Σπεύδω να σημειώσω εδώ ότι σε θεωρητικό επίπεδο πρώτος ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του έδωσε το στίγμα της βιωσιμότητας, χωρίς βέβαια να χρησιμοποιεί τη σημερινή ορολογία. Κατά τον μεγάλο μας φιλόσοφο, η πόλη αποτελεί την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης και έχει νόημα ύπαρξης, εφόσον είναι σε θέση να προσφέρει στους πολίτες το «εὖ ζῆν», το οποίο επιτυγχάνεται μέσα από το μέτρο και την αυτάρκεια. Μετά από είκοσι τέσσερεις αιώνες οι σύγχρονες κοινωνίες προσπαθούν απεγνωσμένα να δώσουν ένα κοινά αποδεκτό ορισμό για την Βιώσιμη Ανάπτυξη και πειραματίζονται με «ρεαλιστικές» αναπτυξιακές προσεγγίσεις, εντός των θεσμικών πλαισίων της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, έχουμε παγκόσμια συνέδρια και συνδιασκέψεις, ευχολόγια και νομοθετήματα, εμπόριο και χρηματιστήριο ρύπων, ανάδειξη πυλώνων Βιωσιμότητας και πολυσέλιδα κείμενα, με συνακόλουθες θριαμβολογίες ή ρήτρες. Ξεχνούν όμως τις αριστοτελικές έννοιες του «εὖ ζῆν», του «μέτρου» και του «δέοντος».

Το αρχικό ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι «Ποια είναι τα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά οφέλη από την υλοποίηση προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που έχουν ως θέμα τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μνημεία

Μια από τις βασικές αρχές της σύγχρονης Παιδαγωγικής είναι η έξοδος των μαθητών από την σχολική τάξη στη φύση («outdoor education»). Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι ανοιχτοί και προστατευμένοι, σε άμεση επαφή ή και μέρος του φυσικού περιβάλλοντος και η αξιοποίησή τους ως  χώρων εφαρμογής βιωματικών τεχνικών, όπως οι εικαστικές δραστηριότητες, τα παιχνίδια ρόλων, το εκπαιδευτικό δράμα κ.α. συμβάλλει τα μέγιστα στη βιωματική μάθηση των μαθητών. Μάλιστα όταν είναι οργανωμένοι και εφοδιασμένοι με σχετικό πληροφοριακό και εκπαιδευτικό υλικό, τα οφέλη είναι ακόμη μεγαλύτερα. Εξάλλου οι μαθητές εξοικειώνονται με τη λειτουργία του αρχαιολογικού χώρου ως δημόσιου χώρου και ως κοινωνικού αγαθού που είναι ανάγκη να προστατεύουμε (Παπαλεξίου, 2013).

Σε ένα δεύτερο επίπεδο η περιβαλλοντική προσέγγιση των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων συντελεί στην ανασύσταση και στο «ζωντάνεμα» της καθημερινότητας του παρελθόντος. Καλλιεργείται έτσι η ενσυναίσθηση των μαθητών  οι οποίοι μαθαίνουν να τοποθετούν τον εαυτό τους στο χρόνο, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την περιβαλλοντική τους ευαισθητοποίηση.

Σε ένα τρίτο επίπεδο µια -ας την πούμε- «περιβαλλοντική ανάγνωση» των αρχαιολογικών μνημείων και χώρων μπορεί να αναδείξει περιβαλλοντικές αντιλήψεις και πρακτικές της αρχαιότητας που παραπέμπουν ευθέως στις αρχές της αειφόρου /βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία σήμερα είναι ζητούμενο. Πιο συγκεκριμένα, η αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου ως πηγής μάθησης και επεξεργασίας πολλαπλών πληροφοριών της αρχαιότητας και η συγκριτική ανά εποχή θεώρηση στάσεων και συμπεριφορών απέναντι στο περιβάλλον και στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, μπορεί να δείξει στους μαθητές την αλληλεπίδραση φυσικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος και την οικολογική διαχείριση των φυσικών πόρων.

Το δεύτερο και σπουδαιότερο ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι «Ποιες από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές της αρχαιότητας που αναδεικνύει η περιβαλλοντική ανάγνωση των αρχαιολογικών μνημείων και χώρων παραπέμπουν ευθέως στις αρχές της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης που είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο

Μολονότι σε κάθε εποχή ο άνθρωπος παρενέβαινε στο φυσικό περιβάλλον, σήμερα ωστόσο ανησυχεί ο βαθμός παρέμβασης και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον. Η διερεύνηση των αντιλήψεων της αρχαιότητας για το περιβάλλον δείχνει ότι η προστασία του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη µε τη ιερότητα της φύσης και εκδηλωνόταν µε τη θεοποίηση των φυσικών φαινομένων και των στοιχείων της φύσης (Γιαννακογεώργου, 2013). Είναι αυτονόητο ότι  κάτι τέτοιο μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, δεδομένου ότι, όπως όλοι πια παραδέχονται, η σύγχρονη περιβαλλοντική κρίση  είναι πρώτιστα κρίση αντιλήψεων και αξιών.

Εκτός όμως από τις αντιλήψεις της αρχαιότητας για το περιβάλλον, στα πλαίσια της υλοποίησης ενός Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης είναι δυνατό να αναδειχθούν µια σειρά από περιβαλλοντικές πρακτικές του αρχαίου κόσμου, που εύκολα γίνονται αντιληπτές μέσα από µια «περιβαλλοντική ανάγνωση» των αρχαιολογικών μνημείων, και οι οποίες παραπέμπουν  ευθέως στις αρχές της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης. Ας δούμε ενδεικτικά κάποιες από τις πρακτικές αυτές (Γιαννακογεώργου, 2013).

Μια πρώτη σημαντική διαπίστωση από τη μελέτη των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων είναι πως οι οικισμοί και οι πόλεις δομούνταν με κριτήριο την ύπαρξη και την εγγύτητα των φυσικών πόρων και εντάσσονταν στο φυσικό χώρο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αξιοποιούνται στο μέγιστο βαθμό τα γεωμορφολογικά πλεονεκτήματα του φυσικού περιβάλλοντος (Γιαννακογεώργου, 2013). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καίρια και στρατηγικής σημασίας θέση ολόκληρης της αρχαίας Πιερίας, η οποία χάρη στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους και τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές κατοικήθηκε αδιάκοπα από τα παλαιολιθικά χρόνια. Αλλά και σε σχέση με την αξιοποίηση των γεωμορφολογικών πλεονεκτημάτων αξίζει να αναφέρουμε τα αρχαία θέατρα τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν ίσαμε σήμερα πρότυπα αρχιτεκτονικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέατρο του Δίου, το οποίο χτισμένο στην πλαγιά χαμηλού φυσικού λόφου έχει προσανατολισμό βορειανατολικό, τον πιο ενδεδειγμένο για τον καλό αερισμό του χώρου . 

Η περιβαλλοντική ανάγνωση των αρχαιολογικών χώρων μπορεί επιπλέον να αναδείξει  ότι βασική αξία των ανθρώπων της αρχαιότητας ήταν η οικονομία της ύλης σε συνδυασμό µε την αρχή της αυτάρκειας. Κατευθυντήριος άξονας της οικονομικής σκέψης τους ήταν η πεποίθηση ότι προείχε η φυσική τάξη και το μέτρο (Γιαννακογεώργου, 2013). Κάθε απόκλιση από αυτό αποτελούσε «ὓβριν» και άσκοπη ενέργεια για την οικονομία. Άρα, ορθολογική συμπεριφορά συνιστούσε η εναρμόνιση των ανθρώπινων ενεργειών προς τη φύση για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος µε τη λιγότερη δυνατή σπατάλη πόρων, µε στόχο την κάλυψη αναγκών των πολιτών σε ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης και αυτάρκειας αλλά όχι πολυτέλειας (Βαλλερά & Κορµά, 1990). Ακριβώς αυτό το ουσιαστικό στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης οι αρχαίοι Έλληνες το είχαν συλλάβει αιώνες πριν. Αντιπροσωπευτικό εν προκειμένω είναι το παράδειγμα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων (Ζαχαριάδου, 2013). Ένα από τα κορυφαία ζητήματα σύγχρονης οικολογικής ευαισθησίας είναι το νερό και η σπουδαιότητά του για τον άνθρωπο. Η μελέτη των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων στο πλαίσιο της ΠΕ αναδεικνύει την αειφορική διαχείριση του νερού στην αρχαιότητα, στην οποία οι άνθρωποι έφτιαχναν μνημειώδεις κατασκευές για τη συγκέντρωση, την αποθήκευση και τη διανομή του νερού. Δημόσιες κρήνες, λουτρά, υδραγωγεία και στέρνες παρέμεναν για αιώνες στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής των πόλεων, και της εμπορικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερη εντύπωση π.χ. προκαλούν οι Κινστέρνες (οι τεράστιες αυτές δεξαμενές), οι οποίες εξασφάλιζαν νερό σε ολόκληρες πόλεις και καστροπολιτείες (π.χ. Κωνσταντινούπολη, Μυστράς, Μονεμβάσια κ.ά.). ακόμη και σε περιόδους ξηρασίας ή ανομβρίας. Αξιοσημείωτο παράδειγμα αειφορικής πρακτικής των αρχαίων Ελλήνων αποτελεί επίσης  και η επαναχρησιμοποίηση άχρηστων αντικειμένων και υλικών (Σπαρτινού, 2013).

Μια τρίτη παρατήρηση που προκύπτει από την περιβαλλοντική ανάγνωση των αρχαιολογικών χώρων είναι το ότι για τη χωροθέτηση των οικισµών τους οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν ως κύριο µέληµά τους την επιλογή τοποθεσίας όχι μόνο οχυρής και πλούσιας αλλά και συνάμα υγιεινής (Βαλλερά & Κορµά, 1990). Ιδιαίτερη αξία έδιναν και στη χωροταξία και τη ρυµοτοµία των πόλεων, δηµιουργώντας οικισµούς και πόλεις µε ευδιάκριτες ζώνες που οριοθετούσαν τις χρήσεις γης κατά τοµείς για την καλύτερη δυνατή λειτουργικότητα της πόλης (π.χ. τα τείχη, οι ναοί και τα ιερά, οι αγορές και τα δηµόσια κτήρια, οι κατοικίες και τα εργαστήρια, τα νεκροταφεία, οι κρήνες και τα άλση). Χαρακτηριστικό εν προκειμένω είναι το ρυμοτομικό σύστημα που δημιούργησε ο Ιππόδαμος, γνωστό με την ονομασία Ιπποδάμειος νέμησις, το οποίο εφαρμόστηκε σε μια σειρά από πόλεις όπως ο Πειραιάς, η Μίλητος, η Όλυνθος, η Πέλλα αλλά και το Δίον (Βυρώζη, 2012). Το σύστημα αυτό βασιζόταν στη χάραξη παράλληλων δρόμων, που τέμνονται κάθετα, ώστε να δημιουργούνται οικοδομικά τετράγωνα και κανονικές πλατείες. Οι δρόμοι ήταν ευθύγραμμοι και ευρείς και οι πλατείες ευρύχωρες. Οι θέσεις των διοικητικών κτιρίων, των ναών και των κατοικιών ήταν καθορισμένες με ακρίβεια. Για να εξασφαλίσει την υγιεινή λειτουργία των πόλεων ο Ιππόδαμος σχεδίαζε την υδροδότησή τους, φρόντιζε να εφοδιάζονται με άφθονο νερό και τις προσανατόλιζε έτσι ώστε οι κατοικίες να έχουν ήλιο το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Επιπλέον πρόβλεπε κλίσεις στους δρόμους για την απομάκρυνση των νερών της βροχής και τοποθετούσε τους ναούς και τα δημόσια κτίρια σε περίβλεπτες και οχυρές θέσεις, ώστε να εξυπηρετείται η λειτουργικότητά τους, αλλά και να εξασφαλίζεται η άμυνα.

Η κατασκευή των κτισµάτων με κριτήρια το μέτρο και την αισθητική του περιβάλλοντος αποτελούσε επίσης βασικό μέλημα των αρχαίων μας προγόνων. Από τα κτίρια τα μεν δημόσια ήταν επιβλητικά και λιθόκτιστα, αλλά μέσα στο πνεύμα του μέτρου, της ισορροπίας και της σωστής χρήσης υλικών, τα δε ιδιωτικά, κυρίως κατοικίες και μικρά εργαστήρια, ήταν απλά και απέριττα με προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον. Τα σπίτια, κτισμένα με μικρές αποκλίσεις πάνω σε τυπική κάτοψη είχαν την είσοδο που οδηγούσε από το δρόμο στην κεντρική αυλή, γύρω από την οποία δημιουργούνταν ημιυπαίθριος χώρος σαν στοά στην οποία έβλεπαν τα δωμάτια. Τόσο τα µεγάλα δηµόσια κτίσματα όσο και τα µικρά ιδιωτικά σπίτια υποτάσσονταν στην κλίµακα του χώρου και εντάσσονταν στην αισθητική διαµόρφωση του περίγυρου υπακούοντας στις επιταγές του µέτρου και της ισορροπίας. Βέβαια η αίσθηση του µέτρου δεν ήταν µόνο ζήτημα αισθητικής αλλά και κανόνας ηθικής και πολιτικής συµπεριφοράς. Η ίδια αίσθηση του µέτρου, οι ίδιες αισθητικές και ηθικές αξίες χαρακτήριζαν τη δηµιουργία των καθηµερινών αντικειµένων, των ρούχων και των επίπλων, αλλά και την καθηµερινή συµπεριφορά των πολιτών (Βαλλερά & Κορµά, 1990). Ας θυμηθούμε επ’ αυτού τον Επιτάφιο του Περικλή η φράση του οποίου «Φιλοκαλοῦμέν μετ' εὐτελείας (είμαστε λάτρεις του ωραίου, όμως χωρίς σπατάλη χρήματος)» αποτελεί το καλύτερο μήνυμα για την εποχή μας.

Αξιοπρόσεκτη, τέλος, είναι η επιλογή δομικών υλικών εναρμονισμένων µε το φυσικό περιβάλλον. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των κτισμάτων προέρχονταν από το ίδιο το φυσικό περιβάλλον, στο οποίο ήταν ενταγμένα, γεγονός που αφενός  δεν διατάρασσε την αρμονία του φυσικού περιβάλλοντος και αφετέρου σήμαινε μικρή δαπάνη ενέργειας για τη μεταφορά, αλλά και την αυτάρκεια των υλικών. Τέτοιου είδους υλικά ήταν το αρχαίο ελληνικό μπετόν, το κεραμομπετόν,  το κεραμοκονίαμα /κουρασάνι, η πέτρα, το ξύλο κτλ.

Επίλογος

Συνοψίζοντας μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι βασικές αρχές της σύγχρονης οικολογίας έχουν τις ρίζες τους στη σκέψη και κυρίως στη ζωή των αρχαίων ελλήνων: η αίσθηση του μέτρου τόσο στον ίδιο τον σεβασμό προς τη φύση όσο και στις ανθρώπινες επιδιώξεις ήταν ο χρυσός κανόνας και οδηγός. Τις δύο αυτές βασικές αρχές οι μαθητές μπορούν μέσα από την υλοποίηση σχετικών περιβαλλοντικών προγραμμάτων να τις «διαβάσουν» στα αρχαιολογικά μνημεία και στους αρχαιολογικούς χώρους που «διδάσκουν» την αειφόρο ανάπτυξη.

 

Βιβλιογραφία

Βαλλερά, Ε. & Κορµά, Μ. (1990). Το Περιβάλλον και η Αρχαιότητα. Αρχαιολογία, τ. 35, 48-52

Βυρώζη, Β. (2012). Ματιές στην καθημερινή ζωή των Αρχαίων Ελλήνων. Η περίπτωση της αρχαίας Πέλλας ως πρότυπο πολεοδομικής οργάνωσης.  Παρουσίαση στο σεμινάριο του ΚΠΕ Λαυρίου «Αρχαιολογικοί χώροι και μουσεία ως ανοιχτά πεδία εκπαιδευτικής και περιβαλλοντικής δράσης», 2-3 Μαρτίου 2012. (Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2016 από τον δικτυακό τόπο: http://kpe-lavriou.att.sch.gr/documents/sem12mar2-3-vyrwzi-ppt.pdf

Γεωργόπουλος, Α. (2014). Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Ζητήματα ταυτότητας. Αθήνα: Gutenberg

Γιαννακογεώργου, Ολ. (2013). Από την αρχαιολογική έρευνα στην εκπαιδευτική πράξη: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στους αρχαιολογικούς χώρους της Ν. Αιτωλοακαρνανίας. Πρακτικά 2ου Διεθνούς Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου - Το αρχαιολογικό έργο στην Αιτωλοακαρνανία και στη Λευκάδα Από τους προϊστορικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους, Μεσολόγγι.

Γραίκος, Ν. (2011). Τόποι πολιτισμού και εκπαίδευση. Προτάσεις διεπιστημονικών προσεγγίσεων Θεσσαλονίκη: Copy City desktop publishing

Ζαχαριάδου, Δ. (2013). Η αξιοποίηση της τεχνογνωσίας κατά την αρχαιότητα συνέβαλε στην ορθή διαχείριση του νερού; Παρουσίαση στο σεμινάριο του ΚΠΕ Λαυρίου «Εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, διαχείριση των υλικών και των απορριμμάτων τους κατά την αρχαιότητα: περιβαλλοντικές και εκπαιδευτικές προσεγγίσεις», 13-14 Δεκεμβρίου 2013. (Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2016 από τον δικτυακό τόπο: http://kpe-lavriou.att.sch.gr/documents/sem13dec13-14zachariadou.pdf

Καραλή, Λ. ( 2005). Περιβαλλοντική αρχαιολογία, Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Λιαράκου, Γ. & Φλογαΐτη,  Ε. (2007). Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση Αειφόρο Ανάπτυξη. Αθήνα: Νήσος.

Παπαλεξίου, Ι. (2013). Παιδαγωγική αξιοποίηση αρχαιολογικών χώρων στην περιβαλλοντική εκπαίδευση. Παρουσίαση στο Διήμερο Σεμινάριο  του ΚΠΕ Ελευσίνας «Το περιβάλλον συνομιλεί με την ιστορία» 17-18 Μαΐου 2013. (Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2016 από τον δικτυακό τόπο: https://www.academia.edu/6291558/

Περδίκης, Γ. (2005). Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Τοπική Ιστορία – Η περίπτωση των προγραμμάτων στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Ν. Πιερίας. Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Σχολικών Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης,  Ισθμός Κορίνθου.

Πετράκης, Π. (2013. Η διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς. Αθήνα: ΕΚΠΑ

Σπαρτινού, Γ. (2013). Φυσικοί πόροι: από το παρελθόν στο μέλλον. Παρουσίαση στο σεμινάριο του ΚΠΕ Λαυρίου «Εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, διαχείριση των υλικών και των απορριμμάτων τους κατά την αρχαιότητα: περιβαλλοντικές και εκπαιδευτικές προσεγγίσεις», 13-14 Δεκεμβρίου 2013. (Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2016 από τον δικτυακό τόπο: http://kpe-lavriou.att.sch.gr/documents/sem13dec13-14spartinou.pdf

Τζωρτζη, Ν. (2010). Ο δημόσιος χώρος στην Αρχαία Ελλάδα. Στο Ε. Μανωλάς (Επιμ.) Το Φυσικό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα. Έκδοση Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Τουλούμης, Κ. (2009). H προϊστορία του νερού στην περιβαλλοντική εκπαίδευση. Eφαρμογή στο λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς. Στο Η. Ευθυμιόπουλος (Επιμ.) Η Οικο-Νομία του Νερού. Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Φλογαΐτη,  Ε. (2009).  Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.

Φλογαΐτη, Ε. (2010). Περιβαλλοντικός γραμματισμός – Περιβαλλοντική εκπαίδευση, Στο: Προδιαγραφές σπουδών για τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας. Αθήνα.

 *O Αλέξανδρος Νικολαΐδης είναι Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Πιερίας