Η Ανάπτυξη των Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η άμβλυνση των τοπικών αντιδράσεων: Η σημασία της Διαδικαστικής και της Διανεμητικής Δικαιοσύνης

Συγγραφέας: 

Περίληψη

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής αλλά και να δημιουργήσουν νέα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Ενώ οι περισσότεροι διατείνονται ευνοϊκά στην ανάπτυξή τους σε εθνικό επίπεδο, όταν είναι να αποφασίσουν σε τοπικό επίπεδο οι αντιδράσεις πληθαίνουν. Η διεθνής βιβλιογραφία έχει εστιάσει ότι οι αντιδράσεις αυτές οφείλονται σε παραβιάσεις της διαδικαστικής και διανεμητικής δικαιοσύνης. Στην παρούσα έρευνα υιοθετήθηκε η ποιοτική έρευνα λόγω της πολυπλοκότητας του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν 30 συνεντεύξεις όπου έλαβαν μέρος άτομα από τον ακαδημαϊκό, εκπαιδευτικό και τον κόσμο των επιχειρήσεων. Εξήχθησαν συμπεράσματα που συμφωνούν με άλλες διεθνείς έρευνες  εντούτοις, η ισότιμη μεταχείριση τοπικών κοινωνιών και εταιρειών, όσον αφορά το σχεδιασμό και το διαμοιρασμό των οφελών από τα συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Επιπροσθέτως, ο ρόλος της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη θεωρείται σημαντικός στην καλλιέργεια δεξιοτήτων ενεργού πολιτότητας.

Λέξεις κλειδιά: Αειφόρος Ανάπτυξη, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαδικαστική δικαιοσύνη, διανεμητική δικαιοσύνη, εκπαίδευση.

Εισαγωγή

Στη σύγχρονη εποχή η ανθρωπότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με ένα πλήθος περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων. Ολοένα και περισσότερο εντείνονται οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς και η έλλειψη φυσικών πόρων, με τον αντίκτυπό τους να ξεπερνά τα στενά όρια ενός κράτους και να εξαπλώνεται απειλητικά σε όλο τον κόσμο. Μια επιτυχημένη προσέγγιση που εμπερικλείει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο έτσι ώστε να εφαρμοστούν εποικοδομητικές πολιτικές προς εξεύρεση λύσεων είναι αυτή της Αειφόρου Ανάπτυξης (ΑΑ) (Φλογαΐτη, 2006).

Η διατήρηση των φυσικών πόρων και για τις μελλοντικές γενεές προτάσσει την  παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως ως εκείνος ο παράγοντας που συμβάλλει περισσότερο στην άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής. Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών, αν και πιο δαπανηρή σε σχέση με τις συμβατικές πηγές ενέργειας, χαρακτηρίζεται από χαμηλό κόστος συντήρησης και με προσανατολισμό στους εξωγενείς κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας θα βοηθήσει τις ανανεώσιμες πηγές να γίνουν πλήρως ανταγωνιστικές στα προσεχή χρόνια, ιδιαίτερα όσον αφορά την αιολική και ηλιακή ενέργεια (Stigka et al., 2014).

Η σπουδαιότητα της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) έχει καταγραφεί σε πολλές διεθνείς και εθνικές έρευνες και είναι καλά εδραιωμένη στη συνείδηση και στο μυαλό των ανθρώπων. Ωστόσο, σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών η ανάπτυξη των ΑΠΕ εμφανίζει μεγάλες αντιδράσεις οι οποίες οφείλονται στην πεποίθηση των μόνιμων κατοίκων ότι η ανάπτυξή τους θα επιφέρει περισσότερα προβλήματα (καταστροφή φυσικού κάλλους, υποβάθμιση πολιτιστικών μνημείων, κλπ.) ή διακατέχονται από το σύνδρομο NIMBY (Not In My Back Yard, όχι στην αυλή μου). Αυτό το οξύμωρο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ εθνικών και τοπικών στάσεων, αντιλήψεων και πεποιθήσεων για τις ΑΠΕ, είναι αρκετό για να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών και ερευνητών (Aitken, 2010, Devine-Wright, 2005, Dimitropoulos & Kontoleon, 2009, Krohn & Damborg, 1999, Parkhill, 2007, Tsoutsos et al., 2009, Wolsink, 2007).

Η παρούσα έρευνα θα εξετάσει ζητήματα δικαιοσύνης που αφορούν την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε τοπικό επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, θα μελετηθούν οι διαστάσεις της διαδικαστικής δικαιοσύνης (procedural justice) και της διανεμητικής δικαιοσύνης (distributive justice). Η διαδικαστική δικαιοσύνη αφορά τις διαδικασίες που υιοθετούνται για να επιτευχθεί η τελική κατανομή ενώ η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά το γεγονός της μορφής που θα λάβει η τελική κατανομή. Είναι φρόνιμο να εξετάζονται μαζί διότι οι δύο διαστάσεις αλληλοσυνδέονται (Shrader-Frechette, 2002).

Θεωρητικό υπόβαθρο

Η ΑΑ περικλείει έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης για το μέλλον, στα πλαίσια του οποίου λαμβάνονται υπόψη και βρίσκονται σε αρμονία οι λεγόμενοι «Τρεις Πυλώνες της Αειφορίας» που είναι το περιβάλλον, η οικονομία και η κοινωνία σε συνάρτηση με τη διάσταση του πολιτισμού, με απώτερο σκοπό την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου ποιότητας ζωής για το παρόν και το μέλλον. Οι συνιστώσες αυτές πρέπει να συνεξετάζονται διότι συνυφαίνονται, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται (UNESCO, 2017). 

Παρά τον τοπικό χαρακτήρα που μπορεί να λαμβάνει η ΑΑ, γεγονός είναι ότι οι αρχές από τις οποίες διέπεται είναι ευρέως αποδεκτές. Αφορούν σε έννοιες όπως ίσα δικαιώματα ανάμεσα στις γενεές στην πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, ειρήνη, ισότητα των δύο φύλων, προστασία, διατήρηση και αναβάθμιση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων και, φυσικά, κοινωνική δικαιοσύνη  (UNESCO, 2017). 

Η κοινωνική δικαιοσύνη αφορά το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνικής διάστασης της ΑΑ και περικλείει ιδέες και αξίες όπως δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών, θέματα περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ανάπτυξη των κοινοτήτων μέσω της ενίσχυσης της κοινωνικής συμμετοχής, κοινωνική ευθύνη, πολιτισμική επάρκεια και ανθρώπινη προσαρμογή. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη κοινωνική ανάπτυξη είναι η ύπαρξη κοινωνικής δικαιοσύνης (Murphy, 2012).

Ελλείμματα δικαιοσύνης υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Ωστόσο, η βεβιασμένη και άναρχη εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και του εμπορίου βοήθησε στο να διογκωθούν τα συγκεκριμένα ελλείμματα, τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο (Strange, 1996). Αυτό πιστώθηκε στην απουσία ενός επαρκούς παγκόσμιου πολιτικού-νομικού πλαισίου για την εύρυθμη λειτουργία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας με αποτέλεσμα την συσσώρευση του παγκόσμιου πλούτου από τις πολυεθνικές, την ενδυνάμωση των αγορών, την χρεωκοπία των εθνών-κρατών και την αδυναμία τους να παρέχουν τα στοιχειώδη δημόσια αγαθά στους πολίτες τους, πολίτες με ολοένα και αυξανόμενες προσδοκίες και απαιτήσεις (Reinecke et al., 2000, Zadek, 2001).

Είναι γεγονός ότι η άνιση κατανομή του εθνικού πλούτου επιφέρει ανισότητες μεταξύ διαφόρων γεωγραφικών περιοχών. Αυτές οι ευάλωτες περιοχές χαρακτηρίζονται συνήθως από χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα, υψηλά επίπεδα ανεργίας και μετανάστευσης, ελλιπές δίκτυο υποδομών, κλπ. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ μέσα από τον εθνικό σχεδιασμό των κυβερνήσεων αλλά, και από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο, έχει παρατηρηθεί από τους Horst van der & Toke (2010) ότι κατευθύνονται συνήθως προς αυτές τις περιοχές. Ο λόγος που στοχεύουν τις συγκεκριμένες περιοχές είναι η λιγότερο σθεναρή αντίσταση που αναμένεται εκ μέρους των μη προνομιούχων κατοίκων τους και όχι η προάσπιση των αξιών της ΑΑ.

Η άνοδος της πράσινης οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες, με τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ να έχουν σημαντικό μερίδιο, δε κατάφερε να κλείσει το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στη πραγματική κοινωνική απόδοση των εταιρειών και τις αναμενόμενες προσδοκίες εκ μέρους των κοινωνιών και αυτό οφείλεται στην αυξημένη ενημέρωση που έχει ο κόσμος σήμερα (Carroll & Buchholtz, 2009). Όσον αφορά τις εταιρείες ΑΠΕ, οι Nicholls & Cho (2006) συμπέραναν ότι η ανικανότητά τους να διευθετήσουν το κοινωνικό χάσμα μέσω της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) οφείλεται στο ότι εστιάζουν περισσότερο στις καινοτόμες πράσινες τεχνολογίες και σε αύξηση των μεριδίων αγοράς τους παρά στη κοινωνική τους διάσταση. Επίσης, σύμφωνα με τον Visser (2010), οι εταιρείες πρέπει να λογοδοτούν στην ευρύτερη κοινωνία και όχι μόνο στους μετόχους τους και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αυξημένα επίπεδα διαφάνειας και κατάλληλης επικοινωνίας.

Η Shrader-Frechette (2002) υποστηρίζει ότι η διαδικαστική δικαιοσύνη στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον μπορεί να επιτευχθεί δίνοντας τις ίδιες ευκαιρίες σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και έχοντας ως θεματοφύλακα τους την παρουσία ενός δίκαιου και ισχυρού θεσμικού πλαισίου. Σύμφωνα με τους Sovacool & Ratan (2012), η ύπαρξη ενός τέτοιου πλαισίου μπορεί να βοηθήσει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ. Ωστόσο, σχεδόν όλες οι χώρες έχουν υιοθετήσει ένα συγκεντρωτικό σχεδιασμό ανάπτυξης των ΑΠΕ, δηλαδή από πάνω προς τα κάτω (Wolsink, 2012), και αυτό από μόνο του θέτει σοβαρά ζητήματα διαδικαστικής δικαιοσύνης. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η από κάτω προς τα πάνω προσέγγιση, δηλαδή η πρώιμη και ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στο σχεδιασμό και εγκατάσταση των ΑΠΕ, μπορεί να αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τα ποσοστά της κοινωνικής αποδοχής (Gross, 2007, Loring McLaren, 2007, Tabi & Wustenhagen, 2017, Toke, 2005).

Σε αυτό το σημείο είναι φρόνιμο να σημειωθεί πόσο σημαντικό είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη των ΑΠΕ να προέρχονται από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες διότι, έτσι αυξάνουν οι πιθανότητες επιτυχίας τους, μιας και το θεωρούν ως κάτι το πολύ δικό τους και, επιπλέον, τα οφέλη τα καρπώνονται τα μέλη τους (Loring McLaren, 2007, Walker & Devine-Wright, 2008). Αντιθέτως, όταν εμπλέκονται ξένοι επενδυτές και χωρίς την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, τα σχέδια ανάπτυξης των ΑΠΕ χάνουν την νομιμότητά τους διότι δεν λαμβάνουν υπόψη το αναφαίρετο δικαίωμα των τοπικών κοινωνιών στη διάθεση των πατρογονικών τους χωμάτων (Dimitropoulos & Kontoleon, 2009). Επίσης, είναι πολύ δύσκολο για τους ξένους επενδυτές να οικοδομήσουν τους κατάλληλους διαύλους επικοινωνίας με τις τοπικές κοινωνίες που έχουν ως αποτέλεσμα την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης (Aitken, 2010, Gross, 2007, Toke, 2005).

Η αλληλοσύνδεση διαδικαστικής και διανεμητικής δικαιοσύνης προκύπτει από το γεγονός ότι μία δίκαιη διαδικασία είναι προαπαιτούμενο ενός δίκαιου αποτελέσματος (Gross, 2007). Ωστόσο, είναι αρκετά απίθανο να εξαλειφθούν οι αδικίες από την ανάπτυξη των ΑΠΕ όσον αφορά τη κατανομή των ωφελειών και ζημιών ακόμη και αν έχει τηρηθεί μία δίκαιη διαδικασία (Bell & Rowe, 2012). Ο κυριότερος λόγος για τη καθιέρωση προνομίων είναι η αύξηση της κοινωνικής αποδοχής από μέρους των τοπικών κοινωνιών για να δεχθούν την ανάπτυξη των ΑΠΕ (Cass et al., 2010). Επιπροσθέτως, η Schrader-Frechette (2002) υποστηρίζει ότι η διανεμητική δικαιοσύνη μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη δίκαιη και ισομερή κατανομή των τεχνολογικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Όμως, ο Wolsink (2007) διατείνεται ότι, ακόμα και αν ισχύουν οι προϋποθέσεις της Schrader-Frechette, η ανάπτυξη των σχεδίων ΑΠΕ δεν είναι εγγυημένη.

Σε πιο πρόσφατη μελέτη του ο Wolsink (2012) αναφέρει τρεις λόγους που επιτρέπουν στο να συντηρείται το χάσμα μεταξύ κοινωνικής και δημόσιας αποδοχής της ανάπτυξης των ΑΠΕ καθιστώντας το ένα εξόχως πολύπλοκο ζήτημα. Πρώτον, οι κοινωνικές αξίες, ήθη και έθιμα καθώς, επίσης, και οι τοπικές ιδιαιτερότητες δε λαμβάνονται υπόψη, αντιθέτως αντιμετωπίζονται ως εμπόδια. Δεύτερον, η κοινωνική αποδοχή έχει πιο ευρεία έννοια και περιλαμβάνει επιπλέον κοινωνικούς φορείς που με τη σειρά τους μένουν έξω από τον αρχικό σχεδιασμό. Τέλος, δίνεται μεγάλη σημασία στη πλευρά που αντιτίθεται στη τοπική ανάπτυξη των ΑΠΕ ενώ αγνοούνται οι υποστηρικτές τους που, συνήθως, αποτελούν και την πλειοψηφία.

Όσον αφορά τη διανεμητική δικαιοσύνη, χρειάζεται να γίνει η διάκριση μεταξύ έκβασης της δικαιοσύνης (outcome fairness) και αποτελέσματος της ευνοϊκότερης ρύθμισης (outcome favourability) διότι, στη δεύτερη περίπτωση ευνοούνται μόνο όσοι από τους κατοίκους έχουν επενδύσει στην ανάπτυξη των ΑΠΕ (Walker, 2008). Γι αυτό τον λόγο πρέπει να διασφαλίζεται ότι και οι μη επενδυτές θα αποκομίζουν ισάξια προνόμια και οφέλη άλλου είδους. Εν κατακλείδι, όλες οι μελέτες συγκλίνουν στη σημασία που πρέπει να δοθεί στην από νωρίς ενεργό συμμετοχή των κατοίκων στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των ΑΠΕ καθώς, επίσης, στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και αποτελεσματικής επικοινωνίας και ενός  καλού κλίματος που να διακατέχεται από ένα υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης (Aitken, 2010, Gross, 2007, Loring McLaren, 2007, Walker, 2008, Wolsink, 2012).

Η πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης στηρίζεται στην κοινωνική συνοχή, τη συμμετοχή και τον ενεργό ρόλο των ατόμων σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να επιτευχθούν περιβαλλοντικοί στόχοι, μέσα από τη γόνιμη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου για θέματα βιωσιμότητας (Murphy, 2012). Σημαντικό μέσο για τον σκοπό αυτό μπορεί να αποτελέσει η Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΕΑΑ), ενισχύοντας την ικανότητα των αυριανών πολιτών και ηγετών να αναζητούν και να βρίσκουν νέες οδούς και λύσεις που θα οδηγούν σε ένα ελπιδοφόρο και πιο αειφόρο μέλλον (Φλογαΐτη, 2006).

Η ΕΑΑ μπορεί να οδηγήσει σε μια κοινωνική αναδιαμόρφωση μέσω της ενίσχυσης του περιβαλλοντικού, κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού αλφαβητισμού, της ευαισθητοποίησης για τα ζητήματα της ΑΑ, της ανάπτυξης δεξιοτήτων επικοινωνίας και συνεργασίας, της καλλιέργειας κριτικής σκέψης και της ενθάρρυνσης της συμμετοχής και της ανάληψης πρωτοβουλιών και δράσης. Απώτερο σκοπό αποτελεί η καλλιέργεια, εδραίωση και ενδυνάμωση δεξιοτήτων ενεργού πολιτότητας, με γνώμονα τις αρχές της ΑΑ. Ο ενεργός πολίτης, δρώντας δυναμικά και κριτικά, οφείλει και πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία του σε επίπεδο λήψης και εφαρμογής αποφάσεων για το παρόν και το μέλλον (UNESCO, 2017).

Μεθοδολογία έρευνας

Για την παρούσα έρευνα υιοθετήθηκε η ποιοτική προσέγγιση και, πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσα από 30 ημι-δομημένες συνεντεύξεις. Πράγματι, οι θεωρητικοί τονίζουν την αξία της ποιοτικής προσέγγισης όταν το υπό εξέταση φαινόμενο είναι αρκετά πολύπλοκο και αβέβαιο (Malhotra & Birks, 2007). Εάν, δε, συνδυαστεί με μία καλά σχεδιασμένη στρατηγική μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα σε σύγκριση με την ποσοτική προσέγγιση (Yin, 2011).

Η σπουδαιότητα της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι στοχεύει στην ενημέρωση και κατανόηση των τοπικών αντιδράσεων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, με στόχο την ελαχιστοποίησή τους. Η πολυπλοκότητά της οφείλεται στην έλλειψη ενός κοινωνικού-πολιτικού πλαισίου που να επιτρέπει την έγκαιρη και χωρίς εμπόδια ανάπτυξη των ΑΠΕ. Τέλος, μία ισορροπημένη οικολογική προσέγγιση με γνώμονα τις αξίες της κοινωνικής διάστασης της ΑΑ  μπορεί να  κάνει τη χώρα πιο ανθεκτική στην αβεβαιότητα της εποχής μας.

Δύο πιλοτικές συνεντεύξεις διεξήχθησαν πριν την έναρξη των επίσημων συνεντεύξεων προς εξοικείωση της ερευνήτριας και για να οριστικοποιηθεί το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσής τους. Τελικώς, οι 30 συνεντεύξεις κυμάνθηκαν από μία ώρα και ένα τέταρτο έως μία ώρα και τριάντα λεπτά. Όλες οι συνεντεύξεις μαγνητοσκοπήθηκαν προς διευκόλυνση της ερευνήτριας και την εύκολη μετεγγραφή τους αφού, προηγουμένως, είχε προηγηθεί η έγγραφη συναίνεση των συμμετεχόντων.

Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν από την πανεπιστημιακή κοινότητα, στελέχη επιχειρήσεων που επενδύουν στις ΑΠΕ και εκπαιδευτικούς με θέσεις περιβαλλοντικής ευθύνης. Σύμφωνα με τους Malhotra & Birks (2007), οι ποιοτικές έρευνες ευνοούν την μη τυχαία δειγματοληψία, δηλαδή, είναι το οπτικό πρίσμα του ερευνητή που θα καθορίσει ποιοι και με ποιο τρόπο θα τον βοηθήσουν στην πορεία της έρευνάς του.

Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τις συνεντεύξεις χωρίστηκαν σε μεγάλες κατηγορίες. Κατόπιν, η ερευνήτρια προχώρησε στην υποκατηγοριοποίηση τους μέχρι να προκύψουν τα αναγκαία θέματα που θα έριχναν φως στο υπό εξέταση φαινόμενο. Η κατάλληλη κωδικοποίηση των στοιχείων συνετέλεσε στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της παρούσας έρευνας. Αν και η ερευνήτρια δεν είχε την πρόθεση να προχωρήσει σε γενίκευση των αποτελεσμάτων της, η εξαγωγή συμπερασμάτων από την υπάρχουσα έρευνα άνοιξε νέες ατραπούς στην υπάρχουσα θεωρία της διαδικαστικής και διανεμητικής δικαιοσύνης.

Παρουσίαση και Ανάλυση αποτελεσμάτων

Το δείγμα των συμμετεχόντων αποτελείτο από 16 άνδρες και 14 γυναίκες δίνοντας έτσι την ευκαιρία και στα δύο φύλα να εκφράσουν τις απόψεις τους ισότιμα. Πιο συγκεκριμένα, έλαβαν μέρος 5 ακαδημαϊκοί (3 άνδρες – 2 γυναίκες), 10 του επιχειρηματικού κόσμου (6 άνδρες – 4 γυναίκες) και 15 εκπαιδευτικοί (7 άνδρες – 8 γυναίκες). ‘Ολοι/ες τους  ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακών σπουδών και οι ηλικίες τους κυμαίνονταν μεταξύ 35 και 55 ετών. Τα ευρήματα χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, της διαδικαστικής και της διανεμητικής δικαιοσύνης παραθέτοντας τα λεγόμενα όσων έλαβαν μέρος όπου κρινόταν σκόπιμο.

Διαδικαστική δικαιοσύνη

Η πλειοψηφία εξέφρασε την άποψη ότι το μεγαλύτερο αγκάθι αποτελεί η από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση εκ μέρους των κυβερνήσεων με τις τοπικές κοινωνίες να έχουν τη μικρότερη συμμετοχή στις εξελίξεις. Το γεγονός ότι δεν εμπλέκονται από τα αρχικά στάδια ανάπτυξης των ΑΠΕ δεν τους επιτρέπει να νιώσουν ως δικά τους τα συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια. Κρίνεται σκόπιμο να υπάρξει μία ολιστική προσέγγιση, να ληφθεί υπόψη όλο το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο πράγμα που είναι σύμφωνο με τις διεθνείς έρευνες και μελέτες (Gross, 2007, Loring McLaren, 2007, Wolsink, 2012).

Θα πρέπει να επιτραπεί στις τοπικές κοινωνίες να έχουν ενεργό εμπλοκή από τα πρώτα στάδια έως την ολοκλήρωση των επενδυτικών σχεδίων διότι αποκτούν την αίσθηση της «ιδιοκτησίας» που βοηθά στην ενίσχυση της αποδοχής από μέρους τους. (Α2)

 Από την άλλη, η μη ικανοποιητική εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών μπορεί να εγείρει ζητήματα νομιμότητας των επενδυτικών σχεδίων. Η αντικρουόμενη πλευρά μπορεί να κτίσει τη ρητορική της γύρω από τις αδιαφανείς διαδικασίες και να προκαλέσει εντάσεις μεταξύ των μελών της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες θα είχαν αποφευχθεί ή ελαχιστοποιηθεί εάν υπήρχε από την αρχή ενεργός συμμετοχή όλων των μελών της τοπικής κοινωνίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με το πλαίσιο που πρεσβεύει η προσέγγιση της ΑΑ. Ο Gross (2007) το έθεσε πολύ ωραία επισημαίνοντας τη δύναμη που έχει η φωνή της αντικρουόμενης πλευράς με το να επισκιάζει όλες τις φωνές που είναι υπέρ, ακόμα κι αν αυτές αποτελούν τη πλειοψηφία.

Πώς μπορεί μία τοπική κοινωνία να εμπιστευθεί έναν επενδυτή όταν αυτός δεν έχει προχωρήσει σε έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση των προθέσεων του; (Ε4)

Η έλλειψη δημοκρατικότητας στη λήψη αποφάσεων μπορεί να προκαλέσει μεγάλες καθυστερήσεις έως και ματαίωση της ανάπτυξης των ΑΠΕ. (Α5)

Επίσης, όλα τα μέλη της αντικρουόμενης πλευράς δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται a priori ως στενόμυαλα. Όπως ο Gross (2007) επισημαίνει, πολλά από αυτά τα μέλη μπορούν να γίνουν ένθερμοι υποστηρικτές των ΑΠΕ εάν έχουν ενεργό ρόλο στη δημόσια διαβούλευση.

Εμείς, ως εταιρείες ΑΠΕ, οφείλουμε να ενημερώνουμε πλήρως τις τοπικές κοινωνίες, να αφουγκραζόμαστε τις ανησυχίες τους και να σεβόμαστε την πολιτιστική κληρονομιά των περιοχών τους. (Μ4)

Είναι σημαντικό, επίσης, να δοθεί η δέουσα προσοχή στο κομμάτι του τοπικού πληθυσμού που είναι υπέρ των συγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων. Εάν δε, αποτελούν και την πλειοψηφία τότε μπορούν να λειτουργήσουν ως ένας πολύ ισχυρός μοχλός πίεσης. Η διεθνής βιβλιογραφία συμφωνεί ότι οι εταιρείες ΑΠΕ τείνουν να αδιαφορούν για το συγκεκριμένο κομμάτι μιας και το θεωρούν δεδομένο (Gross, 2007, Loring McLaren, 2007).

Οι εταιρείες ΑΠΕ χρειάζεται να ενεργοποιήσουν εκείνο το κομμάτι του πληθυσμού που πρόσκειται ευνοϊκά στα σχέδια τους για να αποτρέψουν καθυστερήσεις ή ακόμα και ματαιώσεις των σχεδίων αυτών. (Μ2)

Από τις συνεντεύξεις προέκυψε ότι ένα ικανοποιητικό επίπεδο επικοινωνίας ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη μπορεί να αποτελέσει μία καλή αρχή για το κτίσιμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πολλές είναι οι έρευνες εκείνες που έχουν αναδείξει το αίσθημα της καχυποψίας εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών όταν επικρατούν χαμηλά επίπεδα επικοινωνίας και με τη σειρά τους οδηγούν σε έλλειμμα εμπιστοσύνης (Gross, 2007, Loring McLaren, 2007, Parkhill, 2007). Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του υπεύθυνου ενός ΚΠΕ όπου υπάρχει έντονη ανάπτυξη των ΑΠΕ στην περιοχή του.

Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην περιοχή μας χαρακτηρίζεται από μία ατέλειωτη γραφειοκρατία εκπορευόμενη και συντηρούμενη από τη κεντρική διοίκηση της χώρας. Οι αποφάσεις παίρνονται σε κεντρικό επίπεδο ενώ η φωνή της τοπικής κοινωνίας δε λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Το κυρίαρχο αίσθημα που επικρατεί στους κατοίκους είναι ότι κάποια από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας, υψηλά ή μη, «λαδώνονται» συστηματικά. (Ε7)

Όλοι συμφώνησαν ότι τα πάντα πρέπει να γίνονται υπό καθεστώς απόλυτης διαφάνειας. Οι εταιρείες ΑΠΕ θα πρέπει να ενημερώνουν εκ των προτέρων για τα σχέδια τους τις τοπικές κοινωνίες, παρέχοντας διαρκή ενημέρωση (π.χ. μέσω Facebook) και οι τοπικές κοινωνίες με τη σειρά τους να μπορούν να προτείνουν βελτιώσεις όπου απαιτείται. Επίσης, όλες οι έρευνες συμφωνούν ότι, αν τηρούνται τα παραπάνω, τα επενδυτικά σχέδια των εταιρειών ΑΠΕ έχουν μεγάλες πιθανότητες αίσιας κατάληξης (Dimitropoulos & Kontoleon, 2009, Gross, 2007, Toke, 2005, Wolsink, 2012).

Τα μέλη των τοπικών κοινωνιών πρέπει να είναι ενήμερα για τις τεχνικές προδιαγραφές των έργων και να έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν όπου το κρίνουν σκόπιμο. (Μ1)

Οι χώροι ανάπτυξης των ΑΠΕ θα μπορούσαν να έχουν και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, να είναι δηλαδή επισκέψιμοι από σχολεία. (Ε10)

Σύμφωνα με τα ευρήματα των συνεντεύξεων, δεν υπάρχει διαφορά αν τα επενδυτικά σχέδια των ΑΠΕ προέρχονται από τοπικούς παράγοντες ή από ξένες εταιρείες. Οι αντιδράσεις ή επιφυλάξεις εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών αναμένονται να είναι οι ίδιες. Μεγάλη σημασία δίνεται στο κτίσιμο αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Εάν κάποιος τοπικός παράγοντας επιθυμούσε να προχωρήσει σε μία επένδυση ΑΠΕ θα αντιμετώπιζε ακριβώς τα ίδια προβλήματα με οποιαδήποτε άλλη ξένη εταιρεία. (Α1)

Μία επένδυση ΑΠΕ εκ των έσω, δηλαδή προερχόμενη από ένα μέλος της τοπικής κοινωνίας, δεν αναμένεται να έχει καλύτερη αντιμετώπιση εάν δεν συνοδεύεται από ειλικρινείς προθέσεις και έγκαιρη ενημέρωση των υπολοίπων μελών της τοπικής κοινωνίας. (Ε6)

Ωστόσο, εάν τα σχέδια ΑΠΕ προέρχονται από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες διαμέσου των νομίμων εκπροσώπων τους οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνουν και οι αντιδράσεις μπορούν να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό. Άλλωστε, σύμφωνα και με τους Walker & Devine-Wright (2008), αυτό αποτελεί το ιδανικό επενδυτικό σχέδιο μιας και προέρχεται από αυτούς για αυτούς.

Οι ντόπιοι κάτοικοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πώς να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε ζητήματα αειφορίας. (Ε9)

Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στις επισημάνσεις που έγιναν από τους εκπαιδευτικούς σε θέσεις περιβαλλοντικής ευθύνης όσον αφορά στην ανάγκη για ευαισθητοποίηση, παρώθηση, ενημέρωση, ανάπτυξη και άσκηση των μαθητών στην κατεύθυνση της ενεργού πολιτότητας.

Θα πρέπει όλους να μας ενδιαφέρει η ουσιώδης, κριτική και σωστά πληροφορημένη  συμμετοχή των αυριανών πολιτών αυτής της χώρας σε δημοκρατικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και, φυσικά, η ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων. (Ε8)

Η αλλαγή των διαθέσεων και της κουλτούρας των τοπικών κοινωνιών είναι αναγκαία και εδώ μπορεί κάλλιστα να συνδράμει αποφασιστικά η Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη μέσα από την καλλιέργεια στάσεων και δεξιοτήτων που χαρακτηρίζουν τον ενεργό πολίτη μιας χώρας. (Ε5)

Διανεμητική δικαιοσύνη

Μέσα από τις συνεντεύξεις φάνηκε ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε μόνο με το διαδικαστικό κομμάτι για την άμβλυνση των τοπικών αντιδράσεων αλλά και με την κατανομή των οφελών και κοστών στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Η πλειοψηφία συμφώνησε ότι οι εταιρείες ΑΠΕ ενδιαφέρονται πρωτίστως για τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους και την ικανοποίηση των μετόχων τους.

Χρειάζεται να αλλάξει η νοοτροπία των εταιρειών ΑΠΕ, να ενστερνιστούν τις νέες οικονομικές θεωρίες και να εναρμονιστούν πλήρως με τις αρχές της αειφορικής ανάπτυξης. (Α5)

Οι εταιρείες ενδιαφέρονται να καρπωθούν τα μεγαλύτερα οφέλη και αφήνουν τα ψίχουλα στις τοπικές κοινωνίες. (Ε2)

Είναι γεγονός ότι οι επενδυτές επιδιώκουν το εύκολο και γρήγορο κέρδος. Αυτό, όμως, δε συμβαδίζει με τις επιταγές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που θέλει ίση και δίκαιη μεταχείριση μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών. (Μ1)

Επίσης, αναφέρθηκαν στο πόσο σημαντικό είναι για τις τοπικές κοινωνίες να αποκομίζουν όσο το δυνατό περισσότερα οφέλη και περιορισμό των κοστών από μία επένδυση ΑΠΕ. Αυτό είναι σε συμφωνία και με άλλες έρευνες όπου καταλήγουν ότι αυτά μπορούν να αποτελέσουν σημαντικούς παρακινητές για μία ευρεία αποδοχή των σχεδίων ΑΠΕ (Aitken, 2010, Wolsink, 2012).

Ανανεώσιμη ενέργεια σημαίνει καθαρή ενέργεια, λιγότερες εισαγωγές υδρογονανθράκων, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται με σεβασμό στο περιβάλλον, στην πολιτιστική κληρονομιά και στην ευημερία των τοπικών κοινωνιών. (Α5)   

Ωστόσο, όλοι τόνισαν ότι είναι πολύ δύσκολο να φτιαχτεί ένας μηχανισμός που να εγγυάται τη δίκαιη κατανομή των κερδών και ζημιών μεταξύ των διαφορετικών μελών των τοπικών κοινωνιών. Για αυτό τον λόγο κάποιοι πρότειναν να υιοθετηθεί η θεωρία του γενικότερου καλού και συμφέροντος.

Δεν είναι δυνατό να υπάρξει δίκαιη κατανομή των οφελών και των κοστών από μία επένδυση ΑΠΕ. Κάποιοι θα δυσαρεστηθούν ή θα ευνοηθούν περισσότερο από κάποιους άλλους. (Ε12)

Κάποιοι από τους συμμετέχοντες υπογράμμισαν τη σημασία του ύψους των οφελών για τις τοπικές κοινωνίες έτσι ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις τους. Ωστόσο, κάποιοι δεν ασπάστηκαν αυτή την άποψη διότι θεώρησαν ότι παράγοντες όπως η πολιτιστική κληρονομιά και η ταύτιση των κατοίκων με το μέρος όπου κατοικούν δε θα μπορούσαν να υπερνικηθούν ούτε με όλα τα οφέλη του κόσμου.

Ίσως η μεγιστοποίηση των οφελών εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών να οδηγούσε στην αύξηση αποδοχής των ΑΠΕ. (Α3)

Η επίδραση των ΑΠΕ στην αισθητική του τοπίου αλλά και στην πανίδα και χλωρίδα δε μπορεί να αντισταθμιστεί με τα οφέλη που θα προκύψουν από την ανάπτυξή τους στις συγκεκριμένες περιοχές. (Ε15)

Πέρα από την ενεργό εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών από τα αρχικά στάδια της επένδυσης οι συμμετέχοντες πρότειναν και την παροχή οικονομικών κινήτρων εκ μέρους των εταιρειών δηλαδή, να μπορούν όσοι από τους κατοίκους επιθυμούν να αγοράζουν μετοχές των εταιρειών αυτών. Επίσης, θεώρησαν επιβεβλημένο ότι οι τοπικές αρχές οφείλουν να επενδύουν στα συγκεκριμένα σχέδια και να διανέμουν τα κέρδη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες των περιοχών τους. Μάλιστα, ο Toke (2005) επισημαίνει το πόσο σημαντικές είναι αυτές οι συμπράξεις για την επιτυχή έκβαση της ανάπτυξης των ΑΠΕ.

Πρέπει να δίνεται η δυνατότητα αγοράς μεριδίων από τις τοπικές κοινωνίες προκαλώντας τους, έτσι, αύξηση της αίσθησης της οικειοποίησης των σχεδίων αυτών. (Μ1)

Η συμμετοχή των τοπικών αρχών και διακεκριμένων μελών της περιοχής στην αγορά μετοχών μπορεί να βοηθήσει στην αίσια κατάληξη των επενδυτικών σχεδίων. (Ε11)

Οι συμμετέχοντες προχώρησαν ακόμα παραπέρα και πρότειναν στις εταιρείες ΑΠΕ να αρχίσουν να βλέπουν τις τοπικές κοινωνίες ως ισότιμους εταίρους. Από τη μία, οι εταιρείες παρέχουν κεφάλαιο και τεχνογνωσία και, από την άλλη, οι τοπικές κοινωνίες παρέχουν τα μέσα εκείνα (αέρας, ήλιος, νερά κλπ.) για να έχει επιτυχή έκβαση η συνεργασία τους.

Ίσως είναι καιρός, εμείς οι επιχειρήσεις, να αρχίσουμε να βλέπουμε με άλλο μάτι τις συνεργασίες μας με τις τοπικές κοινωνίες. Να τις καταστήσουμε ενεργούς μετόχους της αποστολής και του οράματός μας. (Μ9)

Απαιτείται μία διαφορετική προσέγγιση εκ μέρους των εταιρειών ΑΠΕ. Αν όχι τα περισσότερα κέρδη να πηγαίνουν στις τοπικές κοινωνίες, στην περίπτωση που έχουν αγοράσει μερίδια των επενδυτικών σχεδίων, τουλάχιστον να τα μοιράζονται εξίσου. (Α3)

Το γεγονός ότι οι τοπικές κοινωνίες παρέχουν τα μέσα εκείνα, δηλαδή γη, αέρας, ήλιος, νερά κλπ., για να πάρουν σάρκα και οστά τα σχέδια των εταιρειών ΑΠΕ τους καθιστά ισότιμους εταίρους, όχι μόνο στο σχεδιασμό τους αλλά και στο μοίρασμα των κερδών που θα προέλθουν από αυτά. (Ε11)

Συμπεράσματα

Είναι γεγονός ότι μία εκτεταμένη ανάπτυξη των ΑΠΕ θα βοηθήσει τη χώρα να απεξαρτηθεί από τις αναμφισβήτητα μεγάλες ανάγκες που έχει σε εισαγωγές υδρογονανθράκων, θα δώσει ώθηση στην οικονομία προσφέροντας ευκαιρίες για νέες επενδύσεις και θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμορφωθεί πιο γρήγορα με τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει υπογράψει όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Όλοι οι συμμετέχοντες στην έρευνα συμφώνησαν ότι ο σχεδιασμός και προγραμματισμός των ΑΠΕ σε κυβερνητικό επίπεδο είναι το σημαντικότερο πρόβλημα διαδικαστικής δικαιοσύνης μιας και χαρακτηρίζεται από έλλειμμα δημοκρατίας και αύξηση της γραφειοκρατίας. Η απευθείας συνδιαλλαγή των τοπικών κοινωνιών με τις εταιρείες ΑΠΕ θα βοηθήσει στο να μειωθούν τα εμπόδια που εμφανίζονται σε τέτοιου είδους επενδύσεις. Επίσης, καλό είναι οι τοπικές κοινωνίες να προσέρχονται στο τραπέζι με συγκεκριμένες προτάσεις δηλαδή, τι είδους ΑΠΕ επιθυμούν και σε τι κλίμακα.

Για να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα διαδικαστικής και διανεμητικής δικαιοσύνης χρειάζεται να καλλιεργηθεί ένα αξιόπιστο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Η επικοινωνία μεταξύ των φορέων πρέπει να είναι αληθινή και ουσιαστική από τα πρώτα στάδια σχεδιασμού των ΑΠΕ μέχρι και την οριστική υλοποίησή τους. Κατά τη διάρκεια των διαφόρων φάσεων ανάπτυξης των ΑΠΕ χρειάζεται να υπάρχει διαφάνεια και ιχνηλασιμότητα, να μην υπάρχουν σκιές και κρυφές προθέσεις έτσι ώστε να μη δοθεί η δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητάς τους. Αν ισχύουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις τότε αυξάνεται το αίσθημα, εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών, ότι τα συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια είναι πιο δικά τους από ποτέ.

Η διανεμητική δικαιοσύνη πρέπει να χαρακτηρίζεται από ισονομία και ισομερή κατανομή προνομίων και οφελών. Οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να εκλαμβάνονται από τις εταιρείες ΑΠΕ ως ισότιμοι μέτοχοι στα εκάστοτε επενδυτικά τους σχέδια μιας και είναι αυτές που παρέχουν τη γη, τον ήλιο, τον αέρα, τα νερά κλπ. Στην περίπτωση δε, που οι τοπικές κοινωνίες αποφασίσουν να προβούν στην αγορά μετοχών των επενδύσεων που οι εταιρείες ΑΠΕ θα επιδιώξουν, θα πρέπει να καρπώνονται το μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη. Το συγκεκριμένο εύρημα κρίνεται από τη συγγραφέα ως ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην άμβλυνση των τοπικών αντιδράσεων. Είναι, όμως, αναγκαίο να διερευνηθεί περαιτέρω υπό το πρίσμα άλλων πολιτικών και κοινωνικών πλαισίων καθώς, επίσης, και άλλων κουλτούρων.

Ωστόσο, η διαδικαστική και διανεμητική δικαιοσύνη πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα ήθη και μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης της εποχής μας για να υπάρξει διατήρηση της φυσικής κληρονομιάς. Η ανάπτυξη και καλλιέργεια του «Περιβαλλοντικού Αλφαβητισμού» και της ενεργού πολιτότητας χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για την κατάλληλη προετοιμασία των γενεών που ακολουθούν. Η ΕΑΑ, μέσα από την πληροφόρηση και την ευαισθητοποίηση, έχει ως στόχο να οδηγήσει τον αυριανό πολίτη αυτής της χώρας στην επίγνωση και στη συνέχεια, μέσα από τη συλλογικότητα και την ενεργοποίηση, να φτάσει ο καθένας στη συμμετοχή και την ενεργό δράση. Κλείνοντας, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η λύση δε θα προέλθει μέσα από τα μυαλά των ανθρώπων αλλά μόνο εάν επιτρέψουμε στην ίδια τη φύση να υποδείξει τι είναι όμορφο και τι όχι.

 Ν.Β.: Στα λεγόμενα των συνεντεύξεων το Α αναφέρεται σε ακαδημαϊκούς, το Ε σε εκπαιδευτικούς περιβαλλοντικής ευθύνης και το Μ σε στελέχη των επιχειρήσεων.    

Βιβλιογραφία

Aitken, M. (2010). Why we still don’t understand the social aspects of wind power: a critique of key assumptions within the literature. Energy Policy, 38(4), 1834-1841.

Bell, D. & Rowe, F. (2012). Are climate policies fairly made? Joseph Rowntree Foundation: York, UK.

Carroll, A. B. & Buchholtz, A. K. (2009). Business & Society: ethics and stakeholder management (7th ed.). Mason, OH: South-Western Cengage Learning.

Cass, N., Walker, G. & Devine-Wright, P. (2010). Good neighbours, public relations and bribes: the politics and perceptions of community benefit provision in renewable energy development in the UK. Journal of Environmental Policy & Planning, 12(3), 255-275.

Devine-Wright, P. (2005). Beyond NIMBYism: towards an integrated framework for understanding public perceptions of wind energy. Wind Energy, 8(2), 125-139.

Dimitropoulos, A. & Kontoleon, A. (2009). Assessing the determinants of local acceptability of wind-farm investment: a choice experiment in the Greek Aegean islands. Energy Policy, 37(5), 1842-1854.

Gross, C. (2007). Community perspectives of wind energy in Australia: the application of a justice and community fairness framework to increase social acceptance. Energy Policy, 35(5), 2727-2736.

Horst van der, D. & Toke, D. (2010). Exploring the landscape of wind farm developments: local area characteristics and planning process outcomes in rural England. Land Use Policy, 27(2), 214-221.

Krohn, S. & Damborg, S. (1999). On public attitudes towards wind power. Renewable Energy, 16(1-4), 954-960.

Loring McLaren, J. (2007). Wind energy planning in England, Wales and Denmark: factors influencing project success. Energy Policy, 35(4), 2648-2660.

Malhotra, N. K. & Birks, D. F. (2007). Marketing research: an applied approach (3rd European ed.). London: Financial Times Prentice Hall.

Murphy, K. (2012). The social pillar of sustainable development: A literature review and framework for policy analysis. Sustainability: Science, Practice, & Policy, 8(1), 15-29.

Nicholls, A. & Cho, A. H. (2006). Social entrepreneurship: the structuration of a field. In A. Nicholls (Ed.), Social entrepreneurship: new models of sustainable social change (pp. 99-118). New York: Oxford University Press Inc.

Parkhill, K. (2007). Tensions between Scottish national policies for onshore wind energy and local dissatisfaction – insights from regulation theory. European Environment, 17(5), 307-320.

Reinecke, W. H., Deng, F. M., Witte, J. M., Benner, T., Whitaker, B. & Gershman, J. (2000). Critical choices: the United Nations, networks, and the future of global governance. Ottawa: International Development Research Centre.

Shrader-Frechette, K. S. (2002). Environmental justice: creating equality, reclaiming democracy. New York, NY: Oxford University Press.

Sovacool, B. K. & Ratan, P. L. (2012). Conceptualizing the acceptance of wind and solar electricity. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 16(7), 5268-5279.

Stigka, E. K., Paravantis, J. A. & Mihalakakou, G. K. (2014). Social acceptance of renewable energy sources: A review of contingent valuation applications. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 32, 100-106.

Strange, S. (1996). The retreat of the state: the diffusion of power in the world economy. Cambridge: Cambridge University Press.

Tabi, A. & Wustenhagen, R. (2017). Keep it local and fish-friendly: Social acceptance of hydropower projects in Switzerland. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 68, 763-773.

Toke, D. (2005). Explaining wind power planning outcomes: some findings from a study in England and Wales. Energy Policy, 33(12), 1527-1539.

Tsoutsos, T., Tsouchlaraki, A., Tsiropoulos, M. & Serpetsidakis, M. (2009). Visual impact evaluation of a wind park in a Greek island. Applied Energy, 86(4), 546-553.

UNESCO (2017). Education for Sustainable Development goals: Learning objectives. Paris, France: UNESCO.

Visser, W. (2010). The age of responsibility: CSR2.0 and the new DNA of business. Journal of Business Systems, Governance and Ethics, 5(3), 7-22.

Walker, G. (2008). What are the barriers and incentives for community-owned means of energy production and use? Energy Policy, 36(12), 4401-4405.

Walker, G. and Devine-Wright, P. (2008). Community renewable energy: what should it mean? Energy Policy, 36(2), 497-500.

Wolsink, M. (2007). Wind power implementation: the nature of public attitudes: equity and fairness instead of ‘backyard motives’. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 11(6), 1188-1207.

Wolsink, M. (2012). Wind power: basic challenge concerning social acceptance. In R. A. Meyers (Ed.), Encyclopedia of sustainability science and technology, volume 17 (pp. 12218-12254). New York: Springer.

Φλογαΐτη, E. (2006). Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Yin, R. K. (2011). Qualitative research from start to finish. New York: The Guilford Press.

Zadek, S. (2001). Third generation corporate citizenship: public policy and business in society. London: The Foreign Policy Centre.


Η Ματρώνα Παππά είναι απόφοιτος του ΤΕΦΑΑ Αθηνών με ειδικότητα «Ειδική Φυσική Αγωγή», κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης από το ΕΑΠ στο «Σπουδές στην Εκπαίδευση» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Πιστοποιητικό Μετεκπαίδευσης από το ΕΚΠΑ στο «Επικαιροποίηση Γνώσεων Αποφοίτων ΑΕΙ». Επιμορφώνεται διαρκώς και ασχολείται ενεργά με την εκπόνηση καινοτόμων δράσεων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Αγωγής Υγείας. Από το 2000 ανήκει στο δυναμικό των μονίμων εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.