Εκπαίδευση για την κλιματική αλλαγή και την αειφόρο κατανάλωση

Συγγραφέας: 

Τα μηνύματα για την κλιματική αλλαγή είναι πλέον καθημερινά και όλο και πιο δυσοίωνα. Ο πλανήτης φαίνεται ότι έχει μπει σε μια τροχιά αλλαγών που είναι δύσκολο να αναχαιτιστούν, ακόμα και αν σταματήσουν άμεσα όλες οι εκπομπές των θερμοκηπικών αερίων – κάτι που, έτσι κι αλλιώς, δεν φαίνεται πιθανό στο μέλλον. Και όσο κι αν μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε ότι οι επιπτώσεις αφορούν περιοχές μακριά από μας, έχει αρχίσει να γίνεται σαφές ότι κανείς δεν είναι προστατευμένος. Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα με πλημμύρες, πυρκαγιές και μεσογειακούς κυκλώνες που έπληξαν τη χώρα μας, μας υπενθυμίζουν ότι η κλιματική αλλαγή μας αφορά όλους.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις η εκπαίδευση για την κλιματική αλλαγή έχει να αντιμετωπίσει μια μεγάλη πρόκληση. Καλείται όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις σχετικά τον μηχανισμό δημιουργίας και την εξέλιξη του φαινομένου αλλά και να βοηθήσει τους εκπαιδευόμενους να εντοπίσουν τις συλλογικές και ατομικές στάσεις και αξίες που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή (Λιαράκου και Φλογαϊτη, 2007). Καθώς όμως η κλιματική αλλαγή είναι ένα ιδιαίτερο σύνθετο ζήτημα το οποίο συνδέεται με πολλές πτυχές της σύγχρονης ζωής, οι διαστάσεις που μπορούμε να αναδείξουμε στην εκπαιδευτική πράξη είναι πολλές. Στο παρόν κείμενο θα εστιάσουμε σε μια διάσταση, η οποία βρίσκεται στην καρδιά του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής: πρόκειται για  τις καταναλωτικές μας πρακτικές και συνήθειες. Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τη συμβολή της κατανάλωσης στην κλιματική αλλαγή, να προσεγγίσουμε κριτικά στην ίδια την έννοια της κατανάλωσης και να σκιαγραφήσουμε βασικές διαστάσεις που θα πρέπει να πρέπει να αναδειχτούν στο πλαίσιο μιας εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή και την αειφόρο κατανάλωση.

 

Η κατανάλωση ως παράγοντας της κλιματικής αλλαγής

Η σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με την κατανάλωση γίνεται σαφής όταν αναλογιστούμε πόσο συμβάλλουν διάφοροι τομείς της καθημερινής μας ζωής στην αύξηση της έκλυσης θερμοκηπικών αερίων στην ατμόσφαιρα. Ο διατροφικός τομέας, για παράδειγμα, ευθύνεται για το 22% των αερίων του θερμοκηπίου. Και αυτό τη στιγμή που το 1/3 των προϊόντων διατροφής καταλήγουν στους κάδους απορριμμάτων των καταναλωτών και των εμπόρων (UN 2015).  Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αναλυτικά και την παραγωγή θερμοκηπικών αερίων ανά διατροφικό προϊόν σε όλο τον κύκλο ζωής τους (γεωργία, επεξεργασία/μεταποίηση, μεταφορά και εφοδιασμός, συσκευασία, χρήση, τέλος ζωής του προϊόντος). Σύμφωνα με την πολύ συστηματική ανάλυση των Monforti-Ferrario και Pinedo Pascua (2015) για την Ευρώπη, τα προϊόντα κρέατος και τα γαλακτοκομικά προϊόντα κατέχουν τα πρωτεία. Η ετήσια κατανάλωση βοδινού από τον μέσο ευρωπαίο πολίτη ευθύνεται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα περισσότερων από 300 κιλά CO2e (ισοδύναμο διοξειδίου του άνθρακα) τον χρόνο, περίπου 300 κιλά εκλύονται με την κατανάλωση χοιρινού, 200 κιλά CO2e από το τυρί και 170 από την κατανάλωση πουλερικών. Αντίθετα, τα φρούτα, όπως τα μήλα και τα πορτοκάλια, και το ελαιόλαδο έχουν ελάχιστη συνεισφορά, ενώ η ετήσια κατανάλωση ψωμιού ανά κάτοικο εκλύει λιγότερο από 50 κιλά CO2e τον χρόνο. Η μεγάλη συμβολή των συγκεκριμένων προϊόντων στην κλιματική αλλαγή σχετίζεται άμεσα με τις διατροφικές μας συνήθειες και τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης κρέατος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι ευρωπαίοι πολίτες, για παράδειγμα, καταναλώνουμε κατά μέσο όρο 44,7 κιλά χοιρινού κρέατος τον χρόνο, 26,4 κιλά πουλερικών και 13,8 βοδινού (Monforti-Ferrario και Pinedo Pascua, 2015).

Ένας άλλος καταναλωτικός τομέας που συμβάλλει όλο και περισσότερο στην κλιματική αλλαγή είναι η μόδα.  Σήμερα η βιομηχανία της μόδας ευθύνεται για το 10% των αερίων του θερμοκηπίου. Ένα βαμβακερό μπλουζάκι, αν λάβουμε υπόψη όλο τον κύκλο ζωής του από την παραγωγή έως την απόρριψή του, παράγει 8,7 κιλά CO2e ενώ ένα τζιν παντελόνι 33,4 κιλά CO2e (Ecotricity 2018). Η γρήγορη εναλλαγή στη μόδα και η συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή φτηνών μεν αλλά ταυτόχρονα γρήγορα αναλώσιμων ρούχων καθιστά τη σύγχρονη μόδα παράγοντα της κλιματικής αλλαγής.

Γενικότερα πάντως η οικιακή κατανάλωση, ή αλλιώς ‘τα νοικυριά’, έχουν σημαντική συμβολή στην κλιματική αλλαγή. Ευθύνονται για τα 3/4 των θερμοκηπικών αερίων, με τη μεταφορά, τη στέγαση και τη διατροφή να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο (Druckman and Jackson 2016). Και η συμβολή αυτή αυξάνεται συνεχώς καθώς αυξάνεται και η κατανάλωση των νοικοκυριών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τελικές δαπάνες κατανάλωσης νοικοκυριών, οι οποίες υπολογίζονται με βάση την αξία όλων των αγαθών και των υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων διαρκών προϊόντων όπως αυτοκίνητα, πλυντήρια, υπολογιστές κ.ά.) που αγοράζονται ή χρησιμοποιούνται κάθε χρόνο, έχουν εκτιναχτεί τις τελευταίες δεκαετίες περνώντας από τα 2,5 τρις δολάρια το 1970 στα 45 τρις δολάρια to 2015 (Worldbank 2019). Οι αριθμοί αυτοί βέβαια κρύβουν τεράστιες διαφορές και μια άνιση κατανομή του πλούτου στον πλανήτη. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ενώ 783 εκατομμύρια ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας, το οποίο έχει οριστεί διεθνώς στα 1,90 δολάρια τη μέρα. Ένας στους εννέα ανθρώπους σήμερα (815 εκατομμύρια) υποσιτίζονται, την ίδια στιγμή που 2 δισεκατομμύρια είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι. Παρόλες τις ανισότητες όμως, το μοντέλο υψηλής κατανάλωσης, το οποίο στο παρελθόν είχε ταυτιστεί με τον δυτικό κόσμο, εξαπλώνεται πλέον παντού, όπως δείχνει η αύξηση εκπομπών CO2 από πολλές χώρες αλλά και η αύξηση του κατά κεφαλήν «υλικού αποτυπώματος» των αναπτυσσόμενων χωρών, το οποίο αυξήθηκε από 5 μετρικούς τόνους το 2000 σε 9 το 2017 (UN 2019).

Είναι επομένως σαφές ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής περνάει και από τον επαναπροσδιορισμό των καταναλωτικών μας συνηθειών και προτύπων (π.χ. Farr 2018). Για να δούμε όμως πώς μπορούμε να πετύχουμε αυτό τον στόχο, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί η κατανάλωση και γιατί παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη λειτουργία των σύγχρονων κοινωνιών.

 

Ο καταναλωτισμός στη σύγχρονη κοινωνία

 Η κατανάλωση φαίνεται ότι είναι βαθιά ριζωμένη στα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα. H συμβολική αξία των καταναλωτικών αγαθών μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του κινήτρου της κατανάλωσης και της επιτυχίας που γνωρίζει το μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας σε όλο τον πλανήτη (π.χ. Levy 1959, Baudrillard 1998, Ekström 2011). Αυτό συμβαίνει γιατί τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που καταναλώνουμε δεν έχουν μόνο χρηστική αξία, δεν ικανοποιούν δηλαδή μόνο τις ανάγκες για τις οποίες έχουν δημιουργηθεί, αλλά μεταφέρουν άυλα μηνύματα σε σχέση με τον χρήστη τους. Τα μηνύματα αυτά είναι κοινωνικό-πολιτισμικά προσδιορισμένα και μπορούν να σχετίζονται με τη θέση του ατόμου στην κοινωνία, την οικονομική του επιφάνεια, την περιβαλλοντική του ευαισθησία, την ενσωμάτωσή του σε μια υπό-κουλτούρα κ.ά.

Η συμβολική αξία των καταναλωτικών αγαθών μας βοηθά να κατανοήσουμε την έννοια του καταναλωτισμού. Μπορούμε να ορίσουμε τον καταναλωτισμό ως τον πολιτισμικό προσανατολισμό που οδηγεί τους ανθρώπους να βρίσκουν νόημα, ικανοποίηση και αποδοχή μέσα από την κατανάλωση (Assadourian 2010). Ο καταναλωτισμός έχει ενσωματωθεί τόσο πολύ στις ανθρώπινες κουλτούρες και δείχνει τόσο μεγάλη ικανότητα να επαναπροσδιορίζεται και να προσαρμόζεται συνεχώς στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, ώστε μερικές φορές είναι δύσκολο ακόμα και να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για ένα πολιτισμικό κατασκεύασμα (Miles 2018).

Το ακόλουθο απόσπασμα πάντως από τον άρθρο του Αμερικανού οικονομολόγου Victor Lebow που δημοσιεύτηκε το 1955 στο Journal of Retailing είναι ενδεικτικό της στροφής στον καταναλωτισμό που σημειώθηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα: «Η εξαιρετικά παραγωγική οικονομία μας απαιτεί να κάνουμε την κατανάλωση τρόπο ζωής μας, να μετατρέπουμε την αγορά και τη χρήση αγαθών σε τελετουργίες, να αναζητούμε την πνευματική μας ικανοποίηση και την ικανοποίηση του εγώ μας στην κατανάλωση. (…) Χρειαζόμαστε πράγματα που καταναλώνονται, καίγονται, χρησιμοποιούνται, αντικαθίστανται και πετάγονται με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό» (Lebow 1955). 

Πίσω από αυτή την καταναλωτική κοινωνία κρύβεται η κυρίαρχη ηθική της μεγέθυνσης (Rees 2008) ή, αλλιώς, ο μύθος της χωρίς όρια οικονομικής ανάπτυξης (Washington 2016), δηλαδή η πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει συνεχής αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών. Η πίστη στην ικανότητα των κοινωνιών να αυξάνουν χωρίς όρια τις ποσότητες των προϊόντων που παράγουν, συχνά εμφανίζεται ως ο μοναδικός τρόπος για την εξάλειψη της φτώχιας, της πείνας και της ανέχειας και ο μοναδικός δρόμος για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία (Φλογαΐτη 2011). Αυτή η συνεχής οικονομική μεγέθυνση, η οποία έχει βρει έκφραση στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο της αγοράς, ευθύνεται όμως για την επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή που μας απασχολεί εδώ, και την αύξηση των ανισοτήτων. Για να στραφούμε προς την αειφορία, χρειαζόμαστε μια βαθιά επανεξέταση των τρόπων ζωής μας, ένα νέο μοντέλο σταθερής οικονομίας και νέα καταναλωτικά πρότυπα, τα οποία θα είναι περισσότερο αειφόρα.

 

Η αειφόρος κατανάλωση

Ξεκινώντας την εξέταση της έννοιας της αειφόρου κατανάλωσης, είναι σημαντικό να προσδιορίσουμε ότι η κατανάλωση αφορά τόσο αγαθά όσο και υπηρεσίες και περιλαμβάνει όλες τα στάδια της διαδικασίας της κατανάλωσης, δηλαδή την αγορά, τη χρήση και την απόρριψη των καταναλωτικών προϊόντων (Kim et al 2012). Αν και είναι δύσκολο να δώσουμε έναν σαφή ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, η αειφόρος κατανάλωση λαμβάνει υπόψη τις βασικές ανάγκες και αποφεύγει την υπέρ-κατανάλωση, εστιάζει στην προστασία του περιβάλλοντος και στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών των επόμενων γενεών, και προάγει την ποιότητα ζωής σε σχέση με τις υλικές συνθήκες διαβίωσης (Quoquab and Mohammad 2020).

Η αειφόρος κατανάλωση εμπεριέχει και σε πολλά σημεία ταυτίζεται με τις συναφείς έννοιες της πράσινης και της ηθικής κατανάλωσης (Liarakou 2019). Η πρώτη δίνει έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος μέσα από την αποφυγή συγκεκριμένων αγαθών (π.χ. το βοδινό κρέας, η κατανάλωση του οποίου εκλύει μεγάλες ποσότητες θερμοκηπικών αερίων), την επιλογή πρακτικών με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα όπως η χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς, καθώς και γενικότερα τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υλικών. Η υπεύθυνη κατανάλωση, από την πλευρά της, πέρα από τα περιβαλλοντικά ασχολείται και με ζητήματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των εργαζομένων, το δίκαιο εμπόριο, τη μεταχείριση των ζώων κ.ά.

Η αειφόρος κατανάλωση αναφέρεται σε μια ευρεία γκάμα πρακτικών. Από την καταγραφή των ερευνών για την περιβαλλοντικά υπεύθυνη κατανάλωση των Agrawal & Gupta (2018) μπορούμε να ξεχωρίσουμε ορισμένες πρακτικές και συμπεριφορές που απασχόλησαν τους ερευνητές τα τελευταία χρόνια: εξοικονόμηση ενέργειας και νερού στα νοικοκυριά, αγορά αντικειμένων με ελάχιστες ή καθόλου συσκευασίες, επισκευή αντικειμένων αντί για αγορά νέων, αγορά τοπικών, οργανικών, ανακυκλωμένων, επαναχρησιμοποιήσιμων και ηθικών προϊόντων, ανακύκλωση και δωρεά επίπλων και ρούχων, αγορά και πώληση μεταχειρισμένων προϊόντων, κομποστοποίηση, καλλιέργεια τροφίμων από τον ίδιο των καταναλωτή, πραγματοποίηση αγορών βάσει αναγκών, ανταλλαγή και διαμοιρασμός αγαθών και υπηρεσιών με άλλους, μίσθωση εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, χρήση δημόσιων συγκοινωνιών, είναι μερικά μόνο παραδείγματα μιας κατανάλωσης με αειφόρο πρόσημο.

Συνοψίζοντας την εννοιολογική αποσαφήνιση της αειφόρου κατανάλωσης, μπορούμε να πούμε ότι ξεχωρίζουν δυο στοιχεία: το πρώτο είναι ότι, αν και πρόκειται για μια ατομική επιλογή η οποία πιθανώς ενέχει και προσωπικά κίνητρα (π.χ. οικονομικά ή υγείας), η αειφόρος κατανάλωση είναι κυρίως μια κοινωνική πρακτική με πολιτικές διαστάσεις. Όπως αναφέρει ο Carrier (2012), αποτελεί ένα συλλογικό σχόλιο για την οικονομία, την κοινωνία και τη μεταξύ τους σχέση, καθώς αφορά συλλογικές ιδέες, αξίες, διαδικασίες και θεσμούς. Η ενασχόληση με τα ζητήματα αυτά είναι αναγκαστικά μια κριτική και μια προσπάθεια να δρομολογηθούν αλλαγές. To δεύτερο στοιχείο είναι ότι η αειφόρος κατανάλωση δείχνει και την κατεύθυνση αυτών των αλλαγών, τις αλλαγές στις αξίες και τα διαφορετικά μοντέλα ζωής που θα βασίζονται σε μια νέα προσέγγιση των κομβικών εννοιών της ανάγκης και της επιθυμίας.

 

Εισάγοντας την αειφόρο κατανάλωση στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή

Η προβληματική σχετικά με την αειφόρο κατανάλωση που αναπτύξαμε παραπάνω αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, αναπόσπαστο μέρος μιας εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή. Ο/η εκπαιδευτικός θα πρέπει να βοηθήσει τους εκπαιδευόμενους να συνειδητοποιήσουν το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν τη διαμόρφωση της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς και, συνακόλουθα, την υιοθέτηση νέων αειφόρων καταναλωτικών προτύπων. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναλύονται σε ενδογενείς, εξωγενείς και δομικούς, βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και πρέπει να ληφθούν όλοι υπόψη, αν θέλουμε να στραφούν οι εκπαιδευόμενοι προς την αειφόρο κατανάλωση.  

Συγκεκριμένα, οι ενδογενείς παράγοντες αναφέρονται στις προσωπικές στάσεις, τις αξίες και τις αντιλήψεις των εκπαιδευομένων. Η καταναλωτική μας συμπεριφορά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το αξιακό μας σύστημα, τις στάσεις που έχουμε διαμορφώσει ως προς συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες αλλά και τις γνώσεις που έχουμε σχετικά με τις επιπτώσεις της κατανάλωσής τους στο περιβάλλον. Για να πάρουμε το παράδειγμα της κατανάλωσης κρέατος το οποίο, όπως αναφέραμε παραπάνω, σχετίζεται με την έκλυση σημαντικής ποσότητας θερμοκηπικών αερίων, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουν οι εκπαιδευόμενοι την ποσότητα κρέατος που καταναλώνουν σε εβδομαδιαία βάση και τις γενικότερες διατροφικές τους συνήθειες. Παράλληλα θα πρέπει να γνωρίσουν πώς η παραγωγή και κατανάλωση κρέατος συνδέεται με την κλιματική αλλαγή, ποια θερμοκηπικά αέρια εκλύονται στις διάφορες φάσεις παραγωγής του, από πού έρχεται το κρέας που καταναλώνουν καθημερινά, πόσα τροφοχιλιόμετρα έχουν χρειαστεί για να φτάσει στο πιάτο μας και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τις συνθήκες διαβίωσης των ζώων, τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία κ.ά.

Οι εξωγενείς παράγοντες  πάλι αφορούν τις κοινωνικές νόρμες, την αποδοχή και την επιρροή από τον περίγυρο και το φιλικό περιβάλλον. Δεδομένου ότι δεν είμαστε απομονωμένοι, οι καταναλωτικές μας συνήθειες είναι άμεσα συνδεδεμένες με εκείνες της ευρύτερης κοινωνίας στην οποία ζούμε αλλά και επιμέρους ομάδων και συλλογικοτήτων στις οποίες θέλουμε να ανήκουμε. Για να συνεχίσουμε με το παράδειγμα της κατανάλωσης κρέατος, μπορούμε να μελετήσουμε πώς έχουν μεταβληθεί οι διατροφικές συνήθειες της κοινωνίας μας τις τελευταίες δεκαετίες, πώς η κατανάλωση των σχετικών προϊόντων συνδέθηκε με την ευμάρεια ενώ η έλλειψή της με την ανέχεια, ή ακόμα πώς η διαφήμιση για το πρόχειρο φαγητό που βασίζεται στο κρέας επηρέασε τις καθημερινές μας πρακτικές. Είναι ακόμα σημαντικό να συνειδητοποιήσουν οι εκπαιδευόμενοι πώς επηρεάζονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο και πώς διαχειρίζονται την τυχών πίεση και επιρροή των φίλων και συνομήλικων. Αν, για παράδειγμα, η κατανάλωση πρόχειρου φαγητού συνδέεται με την κουλτούρα κάποιας υπό-ομάδας στην οποία θέλει να ανήκει ο εκπαιδευόμενος, πόσο μπορεί να διαφοροποιηθεί επιλέγοντας μια άλλη πρακτική; Γενικότερα, πόσο συνδέει την εικόνα του και την αποδοχή των συνομηλίκων με τις καταναλωτικές του πρακτικές;

Τέλος οι δομικοί παράγοντες σχετίζονται με τη συνολικότερη πολιτική και τη διαθεσιμότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Η υιοθέτηση αειφόρων καταναλωτικών πρακτικών επηρεάζεται συχνά από παράγοντες που ξεπερνούν τις ατομικές και συλλογικές επιλογές. Μπορεί, για παράδειγμα, να θέλω να αγοράσω ένα προϊόν που θεωρώ ότι είναι αειφόρο αλλά είτε να μην είναι διαθέσιμο στην κοινότητά μου, είτε η τιμή του να είναι πολύ υψηλή, είτε να μην έχω πρόσβαση στις πληροφορίες εκείνες που θα μου επιτρέψουν να καταλάβω ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι όντως αειφόρο. Η ερώτηση σε αυτή την περίπτωση είναι τι μπορούμε να κάνουμε ως καταναλωτές για να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση; Πώς η καταναλωτική συμπεριφορά μας μπορεί επηρεάσει αυτούς τους δομικούς παράγοντες; Ποια είναι τα καταναλωτικά μας δικαιώματα και πώς μπορούμε να τα διεκδικήσουμε και να τα ενδυναμώσουμε; Και για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της κατανάλωσης κρέατος, είναι σημαντικό να δούμε πώς λειτουργεί σήμερα η παγκόσμια βιομηχανία του κρέατος. Πώς έχουν διαμορφωθεί οι τιμές στην αγορά του κρέατος και κατά πόσο ενσωματώνουν το περιβαλλοντικό κόστος ως προς την κλιματική αλλαγή; Με άλλα λόγια, δίνονται τα κατάλληλα κίνητρα στον καταναλωτή για να υιοθετήσει περισσότερο αειφόρες συνήθειες σε αυτόν τον τομέα;

 

Επίλογος

Η κλιματική αλλαγή είναι ιδιαίτερα σύνθετο φαινόμενο με πολλές πτυχές και διαστάσεις. Η παγκοσμιότητα, η πολυπλοκότητα αλλά και η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται, δημιουργεί συχνά την αίσθηση ότι ο πολίτης είναι αδύναμος και η συμβολή του στην αντιμετώπισή της είναι αμελητέα. Η εκπαίδευση για την κλιματική αλλαγή μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευόμενους να κατανοήσουν ότι η κλιματική αλλαγή τους αφορά, επηρεάζει τις ζωές τους και ότι δεν μπορούν να μείνουν αμέτοχοι, παρακολουθώντας απλά την εξέλιξή της. Η πρόκληση που έχει ο/η εκπαιδευτικός είναι να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ανάδειξη των συστημικών παραγόντων και των βασικών πολιτισμικών και οικονομικών επιλογών που οδήγησαν και τροφοδοτούν την κλιματική αλλαγή από τη μια, και στη συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης από την άλλη. Η ενασχόληση με την καταναλωτική συμπεριφορά των εκπαιδευομένων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για την κλιματική αλλαγή μπορεί να καλύψει και τις δυο αυτές διαστάσεις. Η κατανόηση της λειτουργίας της κατανάλωσης στις σύγχρονες κοινωνίες και η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο ο καθένας από μας έχει ενσωματώσει και εφαρμόζει τα κυρίαρχα καταναλωτικά πρότυπα, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ανοίξει ο δρόμος προς την υιοθέτηση νέων, αειφορικών καταναλωτικών συνηθειών.

 

Βιβλιογραφία

Agrawal R., Gupta S. (2018) Consuming responsibly: exploring environmentally responsible consumption behaviors. J Glob Mark 31(4):231–245. Doi: 10.1080/08911762.2017.1415402

Assadourian E. (2010) The rise and fall of consumer cultures. In: Assadourian E (Ed) 2010 State of the world: transforming cultures. From consumerism to sustainability. Worldwatch Institute, pp 3–20. ISBN 978-0393-33726-6

Baudrillard J. (1998) The consumer society: myths and structures. Sage (1st edition 1970). ISBN 978-0-76195692-1

Carrier J.G. (2012) Introduction. In: Carrier J.G., Luechtford P.G. (eds) Ethical consumption: social value and economic practice. Berghahn, Oxford, pp 162–181. ISBN 978-1-78238-676-6

Druckman A., Jackson T. (2016) Understanding Households as Drivers of Carbon Emissions. In: Clift R., Druckman A. (eds) Taking Stock of Industrial Ecology. Springer, Cham. Doi: 10.1007/978-3-319-20571-7_9

Ecotricity (2018). The carbon footprint of getting dressed. https://www.ecotricity.co.uk/

Ekström K. (2011). Symbolic value. In D. Southerton (Ed.), Encyclopedia of consumer culture (Vol. 1, pp. 1421-1422). Thousand Oaks, CA: SAGE Publications, Inc. Doi: 10.4135/9781412994248.n533

Farr D. (2018). Sustainable nation: Urban design patterns for the future. John Wiley & Sons

Kim SY, Yeo J, Sohn SH, Rha JY, Choi S, Choi AY, Shin S (2012) Toward a composite measure of green consumption: an exploratory study using a Korean sample. J Fam Econ Iss 33(2):199–214. Doi: 10.1007/s10834-012-9318-z

Lebow V. (1955). Price Competition in 1955, Journal of Reatailing

Levy S. 1959. Symbols for Sale. Harvard business review, p. 117-124

Liarakou G. (2019) Education for Responsible Consumption and Sustainable Development. In: Leal Filho W. (Εd) Encyclopedia of Sustainability in Higher Education. Springer, Cham. Doi: 10.1007/978-3-319-63951-2

Λιαράκου Γ. και Φλογαΐτη Ε. (2007). Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη, Προβληματισμοί, τάσεις και προτάσεις, Αθήνα: Νήσος.

Miles S. (2018) The Emergence of contemporary consumer culture. In: Kravets O, Maclaran P, Miles S, Venkatesh A (eds) The SAGE handbook of consumer culture. Sage, pp 11–26. ISBN 978-1-4739-2951-7

Monforti-Ferrario F. and Pinedo Pascua I. (Eds) 2015. Energy use in the EU food sector: State of play and opportunities for improvement, JCR Science and Policy Report, European Commission, Luxembourg: Publications Office of the European Union

Quoquab F. and Mohammad J. (2020): A Review of Sustainable Consumption (2000 to 2020): What We Know and What We Need to Know, Journal of Global Marketing, DOI: 10.1080/08911762.2020.1811441

Rees W. (2008) Human nature, eco-footprints and environmental injustice. Local Environ 13(8):685–701. Doi: 10.1080/13549830802475609

UN (2015-2020) Sustainable development goals. https://www. un.org/sustainabledevelopment/sustainable-development-goals/

Washington H. (2016) Introduction. Why the growth economy is broken. In: Washington H, Twomey P (eds) The future beyond growth. Towards a steady state economy. Routledge, London, pp 1–14. ISBN 978-1-138-95302-4

Worldbank (2019). Household and NPISHs Final consumption expenditure (Current US$) https://data.worldbank.org/

 

Λιαράκου Γ. και Φλογαΐτη Ε. (2007). Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη, Προβληματισμοί, τάσεις και προτάσεις, Αθήνα: Νήσος.

Φλογαΐτη E. (2011) Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία (1η εκδ 2006). Πεδίο, Aθήνα. ISBN 978-9-6095-5226-4

 


Η συγγραφέας

Η Γεωργία Λιαράκου είναι καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστήμιου Αιγαίου