"Συμμετοχικότητα και εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη", επιμ. Κωνσταντία Ταμουτσέλη, Εκδόσεις: Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022

Συγγραφέας: 

Ο συλλογικός τόμος με τίτλο «Συμμετοχικότητα και Εκπαίδευση για την Αειφόρο ανάπτυξη», από την Κωνσταντία Ταμουτσέλη (πρώην υπεύθυνης Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και καθηγήτριας του ΠΤΔΕ του ΑΠΘ), ουσιαστικά δημιουργεί ή και κλείνει ένα κύκλο βιβλίων, αν  αυτό το πρόσφατο βιβλίο το σκεφτούμε στο/ν πλαίσιο που δημιουργούν τα προηγούμενα: «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και σχολικός χώρος» και «Δημιουργώντας Βιώσιμα σχολικά περιβάλλοντα». Μια σημαντική συνεισφορά της συγγραφέα στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση/Εκπαίδευση για την Αειφορία είναι η ενασχόληση της με τη θεματική του σχολικού χώρου και της σχολικής αυλής, η οποία φαίνεται να ολοκληρώνεται με τον συνδυασμό και την ολοκλήρωση αυτής της θεματικής με τον συμμετοχικό σχεδιασμό. Θα ήταν ίσως παράληψη να μην αναφερθεί η μετάφραση και επιμέλεια του βιβλίου του Roger Hart «Τα παιδιά συμμετέχουν», σημαντική συνεισφορά στη θεματική που απασχολεί την Ντίνα Ταμουτσέλη. Η βιβλιογραφική παρουσία της συγγραφέα στον τομέα του βιβλίου ολοκληρώνεται με την επιμέλεια στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Λογική και Αειφορία» των Ken Webster και Graig Honhston, όλα όσα βιβλία αναφέρθηκαν, είναι από τις εκδόσεις Επίκεντρο, στη Θεσσαλονίκη.

Αν δούμε λίγο αναλυτικότερα το βιβλίο και τα περιεχόμενά του, διαπιστώνουμε ότι τα κεφάλαια του συλλογικού αυτού τόμου θα μπορούσαν να ενταχθούν σε τρεις κατηγορίες: αυτά που ασχολούνται με ζητήματα θεωρίας ή εννοιολογικού προσδιορισμού, αυτά που ασχολούνται με ζητήματα μεθοδολογίας (κυρίως ερευνητικής) και τις μελέτες περίπτωσης (έτσι όπως ο Salcross τις είχε περιγράψει στο «Οικοδομώντας βιώσιμα σχολικά περιβάλλοντα»).

Το 1ο άρθρο «Η εισαγωγή καινοτομιών στην εκπαίδευση» από τους/τις Shallcross, Robinson, Reed & Ταμουτσέλη, είναι πολύ ενδιαφέρον  καθώς αναδεικνύει την σημασία του πλαισίου για την εφαρμογή κάθε καινοτομίας, πολύ δε περισσότερο, την ανάγκη επισταμένης μελέτης του, στην περίπτωση μεταφοράς της καινοτομίας. Αυτό το κεφάλαιο με τις 2 διεθνείς  μελέτες περίπτωσης (J. A. Reed «Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη στα οικολογικά σχολεία: διερεύνηση της συμμετοχής σε δύο σχολεία από την Αγγλία και τη Νότια Αφρική» και B. Norden and H. Avery «Συμμετοχικός ανασχεδιασμός σχολικής αυλής σε παιδικό σταθμό στη Σουηδία: Ευκαιρίες και περιορισμοί στην προώθηση της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη»), δημιουργεί έναν εσωτερικό κύκλο που εισάγει και κλείνει επί της ουσίας την προβληματική του βιβλίου.

Στο μεθοδολογικό άρθρο των A. Shallcross, J. Robinson, J. A. Reed, Κ. Ταμουτσέλη «Συμμετοχή των παιδιών στην έρευνα για την Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη με χρήση οπτικών μέσων» παρουσιάζεται  μια σύγχρονη μεθοδολογική προσέγγιση. Όμως οι συνειρμοί με την απαγόρευση της βιντεοσκόπησης της ερευνητικής πρακτικής στα σχολεία είναι αναπόφευκτοι, απαγόρευση που ισχύει ακόμη και στο πλαίσιο της πρακτικής άσκησης των μελλοντικών εκπαιδευτικών, ακόμη και για διδακτικούς σκοπούς στην εκπαίδευση φοιτητών/τριών παιδαγωγικών τμημάτων. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο να αναλογίζεσαι τις χαμένες ευκαιρίες  στην εκπαίδευση και στην έρευνα.

Τα δύο ατομικά άρθρα της επιμελήτριας του τόμου «Συμμετοχικός σχεδιασμός του χώρου και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη» και «Η σχολική αυλή ως πεδίο συμμετοχικού σχεδιασμού» περιγράφουν πολύ καλά τις δυνατότητες του σχολικού χώρου και της σχολικής αυλής για την μαθητική συμμετοχή, καθώς επίσης και την σύνδεσή τους μέσω του συμμετοχικού σχεδιασμού με την εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη, όπως είναι ο όρος που επιλέγει να χρησιμοποιεί η συγγραφέας.

Το ένα από τα δύο άρθρα με τα οποία η κ. Ε. Πολύζου συμμετέχει στον συλλογικό τόμο, και συγκεκριμένα το «Τυπολογίες της συμμετοχής των παιδιών» και αφορά μια συστηματική και εξαντλητική επισκόπηση της βιβλιογραφίας,  προφανώς προέρχεται από τη διδακτορική διατριβή της συγγραφέα, αλλά δεν καθιστά το άρθρο λιγότερο χρήσιμο, το αντίθετο μάλιστα, τόσο για τους ερευνητές του χώρου και της θεματικής, όσο και για τους/τις εκπαιδευτικούς που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με τη θεματική.

Τέλος οι ελληνικές μελέτες περίπτωσης, δηλαδή: Χ. Κάτσενου «Η ενδυνάμωση της συμμετοχής των μαθητών στο πλαίσιο του αειφόρου σχολείου», Ι. Τσεβρένη «Τα παιδιά με αναπηρία ερευνούν και σχεδιάζουν τους χώρους παιχνιδιού και μάθησής τους», Ι. Γαρίτσης «Η συμβολή της συμμετοχικής αναδιαμόρφωσης της σχολικής αυλής στην διαμόρφωση αειφορικής ταυτότητας του σχολείου» και Ε. Πολύζου «Συμμετοχικός σχεδιασμός με χρήση ψηφιακών μέσων στην αρχιτεκτονική τοπίου. Πεδίο εφαρμογής: ο υπαίθριος σχολικός χώρος» έχουν ενδιαφέροντα κοινά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα στοχεύουν στην ενδυνάμωση της συμμετοχής των εκπαιδευόμενων και υιοθετούν ως ερευνητική προσέγγιση την έρευνα δράσης, ενδεικνυόμενη για την μελέτη πρακτικών και την βελτίωσή τους. Χαρακτηρίζονται από ερευνητική ειλικρίνεια και ανοιχτότητα, όπως π.χ. όταν περιγράφουν τα εμπόδια κατά την εφαρμογή του σχεδιασμού και τέλος εμφανίζουν μια ποικιλότητα ως προς τις ηλικιακές ομάδες και τα εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων (για παράδειγμα παιδιά τυπικής ανάπτυξης και παιδιά με αναπηρίες). Οι μελέτες περίπτωσης καταδεικνύουν τελικά ότι είναι εφικτή η συμμετοχή των εκπαιδευόμενων στον σχεδιασμό του σχολικού χώρου.

Ευχόμαστε και ελπίζουμε η βιβλιογραφική ενασχόληση της Ντίνας Ταμουτσέλη να συνεχιστεί και μάλιστα με τα ίδια ενδιαφέροντα αποτελέσματα για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση/Εκπαίδευση για την Αειφορία.


Πόπη Παπαδοπούλου, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας