Η ευαισθητοποίηση των παιδιών για το περιβάλλον διαμέσου παιδαγωγικών δράσεων στη φύση και τα οφέλη στο ευ ζην τους

Περίληψη

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι  να προβληματίσει σχετικά με ένα σύγχρονο ανησυχητικό φαινόμενο, δηλαδή τη μειωμένη επαφή των παιδιών με το φυσικό περιβάλλον, τις αρνητικές συνέπειες στη ζωή τους και τη συμβολή της αγωγής υπαίθρου και των υπαίθριων δραστηριοτήτων στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και στο ευ ζην τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνονται τα προβλήματα υγείας των παιδιών ενώ παράλληλα υπάρχει έλλειψη οικολογικής παιδείας. Η σύνδεση του παιδιού με τη φύση έχει διαρραγεί από το σύγχρονο τρόπο ζωής και την έκπτωση στάσεων και αντιλήψεων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Η υποκινητικότητα ως παράγοντας θνησιμότητας αυξάνεται διαρκώς. Μέσα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση επισημαίνονται τα οφέλη που προσφέρει στα παιδιά η συμμετοχή τους σε υπαίθριες βιωματικές δραστηριότητες, που είναι σημαντικές λειτουργίες στη διάρκεια της ζωής τους και βοηθούν τη  δραστηριοποίηση τους ως μελλοντικών ενεργών πολιτών. Συμπερασματικά, τεκμηριώνεται ότι  η συμμετοχή σε κινητικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο είναι απαραίτητη, επιβάλλεται η ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία των παιδιών, επειδή προσφέρει σημαντικά οφέλη στα ίδια αλλά και στην κοινωνία τους.  

 

Εισαγωγή

Τα παιδιά έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία για παιχνίδι στο φυσικό περιβάλλον. Επίσης, έχουν το χάρισμα να γνωρίζουν και να αγαπούν τη φύση μέσα από βιωματικές εμπειρίες. Αυτές οι κινητικές δραστηριότητες έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το παιχνίδι δίνοντας ώθηση στην ανθρώπινη ανάπτυξη, κοινωνικά, σωματικά, πνευματικά, μαθησιακά (Malone & Tranter, 2003). Με βάση την εμπειρία τους ορίζουν το παιχνίδι, το οποίο για αυτά είναι μια δραστηριότητα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας και η οποία αποτελεί αυτοσκοπό. Προτεραιότητα τους δεν είναι να πετύχουν το στόχο που τους έχει θέσει ο εκπαιδευτικός αλλά το παιχνίδι καθεαυτό, ιδιαίτερα όταν η διαδικασία του κατευθύνεται από τα ίδια (Vogel et al., 2013).

 

Ένα νέο ανησυχητικό φαινόμενο στις ζωές των παιδιών.

Έλλειψη ελεύθερου παιχνιδιού στη φύση. Η ανάγκη να έρθει το παιδί σε επαφή με τη φύση, να δημιουργήσει δεσμούς με αυτήν κρίνεται επιτακτική και επιβεβλημένη, μάλιστα στην προσχολική ηλικία, που τα παιδιά μαθαίνουν περισσότερο συμμετέχοντας παρά ακούγοντας, ενώ η πληροφορία περνάει μέσα από βιωματικές διαδικασίες. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένα για τους συμμετέχοντες μαθητές και μαθήτριες τα πολλαπλά σωματικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά οφέλη που αποκομίζουν από τις υπαίθριες κινητικές δράσεις. Αντί για τέτοιου είδους δραστηριότητες όμως διαπιστώνεται ότι η επαφή με τη φύση και οι δραστηριότητες στην ύπαιθρο μειώνονται δραματικά και μάλιστα η απομάκρυνση των παιδιών από τη φύση και η ολοένα αυξανόμενη αντικατάσταση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων και παιχνιδιών της υπαίθρου με άλλες, όπως με νέες τεχνολογίες, κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, διαδίκτυο, είναι πλέον γεγονός (Κουθούρης, 2011).

Δυστυχώς, η υποβάθμιση της υγείας και της ποιότητας ζωής είναι πραγματικότητα (Pryor, Carpenter & Townsend, 2005). Η επαφή με τη φύση έχει ελαχιστοποιηθεί, ειδικά από τις μικρότερες παιδικές ηλικίες, περιορίζοντας κατά πολύ τις ευκαιρίες για βιωματικές δράσεις, παιχνίδι, εξερεύνηση, για γνωριμία με το φυσικό περιβάλλον. Τα παιδιά διαχωρίζονται από το φυσικό κόσμο καθώς η πρόσβαση τους στην ύπαιθρο μειώνεται διαρκώς. (Dowdell, Gray & Malone, 2011).

Ο Louv (2010), στο βιβλίο του ¨LastChildintheWoods¨, συνδέει όλες αυτές τις παιδικές τάσεις με την έλλειψη της φύσης από τη ζωή της σημερινής γενιάς και εμπνεύστηκε  τον όρο nature-deficit disorder[i] (διαταραχή που οφείλεται στη λειψή επαφή με το φυσικό περιβάλλον), περιγράφοντας με γλαφυρό τρόπο τις συνέπειες που προκύπτουν για  ένα παιδί από την έλλειψη ελεύθερου παιχνιδιού στη φύση. Αναφέρει ότι τις τελευταίες δεκαετίες μια πολύ βαθιά μεταβολή  έχει συμβεί στην επαφή των παιδιών με τη φύση και η ανάπτυξη της τεχνολογίας είναι μια από τις αιτίες που την προκάλεσε. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, αναφέρει, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα παιδιά τη φύση έχει αλλάξει ριζικά. Τα παιδιά σήμερα μαθαίνουν για τις παγκόσμιες απειλές που δέχεται το περιβάλλον, αλλά η φυσική τους επαφή, η οικειότητα τους με τη φύση έχει εξασθενήσει. Στην έρευνά του επισημαίνει την απαραίτητη έκθεση του παιδιού στη φύση για την υγιή ανάπτυξή του, τη σωματική και συναισθηματική υγεία παιδιών και ενηλίκων, προκαλώντας έναν εθνικό διάλογο μεταξύ εκπαιδευτικών, επαγγελματιών υγείας, γονέων. Ο Louv (2010), κατάφερε με τις ομιλίες του στις ΗΠΑ να ενώσει  τις τοπικές υπηρεσίες υγείας στο να συνταγογραφούν ¨υπαίθριο χρόνο¨ για παιδιά με προβλήματα. (Louv, 2010).

 

Μεθοδολογία

Η μεθοδολογία της έρευνας αφορά τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, μέσα από την οποία αξιοποιείται η υπάρχουσα επιστημονική γνώση και τα διεθνή ερευνητικά δεδομένα που αφορούν τη συμβολή των υπαίθριων δραστηριοτήτων και της Αγωγής Υπαίθρου στην αμφίδρομη σχέση των παιδιών με το φυσικό περιβάλλον. Μέσω της σύνθεσης των βιβλιογραφικών πηγών γίνεται μια απόπειρα αποτίμησης των ωφελειών τις οποίες αποκομίζουν τα παιδιά διαμέσου υπαίθριων παιδαγωγικών δραστηριοτήτων στην υγεία τους, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, στην ευαισθητοποίηση τους για το περιβάλλον και στην απόκτηση φιλοπεριβαλλοντικής συνείδησης, αναδεικνύοντας ¨ελλείμματα¨ για τα οποία προτείνονται λύσεις.

 

Παράγοντες  που αποτρέπουν/εμποδίζουν τη συμμετοχή των παιδιών σε υπαίθριες δραστηριότητες.

Ο κυριότερος λόγος που τα παιδιά σήμερα δεν παίζουν στη φύση είναι ότι η πλειονότητα τους ζει σε αστικά περιβάλλοντα και επομένως η οποιαδήποτε επαφή με τη φύση απαιτεί τη μετακίνηση τους σε μεγάλες αποστάσεις. Ένας άλλος λόγος είναι ότι ούτε τα σχολεία αλλά ούτε και οι εκπαιδευτικοί είναι πρόθυμοι να εμπλέξουν τα παιδιά σε υπαίθριες δραστηριότητες είτε γιατί υπάρχει περιορισμένη ενημέρωση ή έλλειψη γνώσεων για τις δράσεις είτε λόγο περιορισμένης χρηματοδότησης.

Ανασταλτικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη συμμετοχή σε τέτοιου είδους δράσεις είναι πολλοί. Ως σημαντικότερους επισημαίνουν στην Ελλάδα ο Αλεξανδρής και οι συνεργάτες του τους εξής:

Η έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας παγκοσμίως ο οποίος αποτρέπει τη συμμετοχή ατόμων και οικογενειών σε υπαίθριες δράσεις. Παρόλο που η τεχνολογία στοχεύει στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, τελικά αντί να του εξασφαλίζει ελεύθερο χρόνο φαίνεται να συμβαίνει το αντίθετο.

Τα οικονομικά προβλήματα και ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Η οικονομική κρίση, η οικονομική διαχείριση της αναψυχής και άλλα προβλήματα επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Το κάθε άτομο πρέπει να εκτιμά παράλληλα το κόστος μεταφοράς, διαμονής και συμμετοχής στις δράσεις για τον ίδιο και για μια οικογένεια, παρόλο που εν κατακλείδι η συμμετοχή τέτοιες δράσεις είναι μια οικονομική εναλλακτική φυσική δραστηριότητα αναψυχής.

Ψυχολογικοί παράγοντες, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ο φόβος για το άγνωστο, η παχυσαρκία, προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες. Αποτρεπτικοί παράγοντες συμμετοχής γίνονται πολλές φορές ο τρόπος με τον οποίο βλέπει ο καθένας τον εαυτό του. Σημαντικό ρόλο για τη συμμετοχή ή την αποχή του ατόμου από αυτές τις δράσεις παίζει το κοινωνικό περιβάλλον και η οικογενειακή κουλτούρα.

Η προσβασιμότητα σε δυσπρόσιτους γεωγραφικούς προορισμούς λόγω έλλειψης υποδομών, οδικών δικτύων ή προστατευόμενων περιοχών. Επίσης, κάποιοι προορισμοί προστατεύονται από ειδικό απαγορευτικό καθεστώς βελτίωσης των οδικών δικτύων, καθώς επικρατεί το ηθικό δίλημμα σε οργανισμούς και τοπικές κοινωνίες για την κατασκευή αυτοκινητόδρομων που να προορίζονται για την υλοποίηση υπαίθριων δραστηριοτήτων, ή αν η πορεία προς τον προστατευόμενο προορισμό είναι τμήμα αυτής της συμμετοχής.

Απουσία εγκαταστάσεων ή κακής ποιότητάς τους. Είναι συχνές στην Ελλάδα οι περιπτώσεις δημοτικών εγκαταστάσεων αλλά και εγκαταστάσεων εταιριών χαμηλού επιπέδου, όπως π.χ. η έλλειψη ακόμη και τουαλέτας να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στη συμμετοχή ατόμων σε αυτές τις δράσεις. Ακόμη και μια πρώτη ικανοποιητική συμμετοχή στις δραστηριότητες αυτές, δυστυχώς πολλές φορές δεν έχει συνέχεια λόγο άσχημων ή ελλιπών εγκαταστάσεων.

Η έλλειψη ενδιαφέροντος του ιδίου ή οικείου του προσώπου. Αρνητικές εμπειρίες του ατόμου ή κάποιου άλλου γνωστού του, η απουσία ενδιαφέροντος, ακόμα και η φοβία γίνονται αποτρεπτικοί παράγοντες μειώνοντας τη διάθεση κάποιων για τη συμμετοχή τους σε υπαίθριες δραστηριότητες αθλητικής αναψυχής.

Η απουσία συντροφιάς. Η απουσία συντροφιάς είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για την αναβολή ή την αναστολή της συμμετοχής κάποιου σε υπαίθριες δράσεις. Για αυτό το λόγο εταιρίες και ορειβατικοί σύλλογοι που δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα προσελκύουν γυμναστήρια, σχολεία και εταιρίες να συμμετάσχουν σε ομαδικές δραστηριότητες γνωριμίας αρχικά και ως μεμονωμένα μέλη στη συνέχεια. (Alexandris et al., 2009).

 

Οι αρνητικές επιπτώσεις της διάρρηξης της σχέσης παιδιών-φύσης.

Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος για την υγεία του ανθρώπου. Όμως, oι σύγχρονες κοινωνίες, δυστυχώς προκαλούν αρνητικές επιδράσεις στο φυσικό περιβάλλον, βάζοντας σε κίνδυνο και επιβαρύνοντας την ήδη κλονισμένη  σωματική υγεία των παιδιών. Τα παιδιά που απομακρύνονται από αυτό, αδυνατούν να αντιληφθούν τα οφέλη και την αξία του. Αξιόπιστοι επιστήμονες και γιατροί, ειδικοί στην ψυχική υγεία, εκπαιδευτικοί και κοινωνιολόγοι επισημαίνουν ότι τα παιδιά δεν πρέπει να σταματήσουν να παίζουν στην ύπαιθρο γιατί αυτό είναι πολύ πιθανό, εκτός από τη δική τους ανάπτυξη, να επηρεάσει αρνητικά και την κοινωνία που ζουν στο σύνολο της. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι σημερινοί νέοι, με χαμηλή σωματική ενεργοποίηση, περιορισμένη επικοινωνία, ελάχιστη έως ανύπαρκτη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, αδιάφορη στάση για θέματα υγείας (Κουθούρης, ό. π.).

Ο καθιστικός τρόπος ζωής, η υπέρμετρη διαμονή των παιδιών εντός των κτηρίων αντί στην ύπαιθρο, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παιδική παχυσαρκία, προκαλούν δραματικές επιπτώσεις στην υγεία τους, διαταραχές έλλειψης προσοχής, κατάθλιψη και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, ενδεχομένως και μειωμένο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με αυτό των γονιών τους. Η υποκινητικότητα έχει αναγνωριστεί ως ο τέταρτος παράγοντας υψηλού κινδύνου για την παγκόσμια θνησιμότητα (6%) με αυξητικές τάσεις στους νέους. Ακόμα και σήμερα, αναφέρει ο Moss (2010), ένα μεγάλο ποσοστό ενηλίκων (43%) θεωρεί ότι τα παιδιά έως την ηλικία των 14 ετών, δεν πρέπει να παίζουν σε εξωτερικούς χώρους χωρίς την επίβλεψη ενηλίκου, παρορμόμενοι κυρίως από το άγχος και το φόβο της απαγωγής από κάποιον άγνωστο. Κάπως έτσι όμως, τονίζει ο Louv, γεννιέται ένα σύγχρονο πρόβλημα το οποίο αφορά τις συνέπειες της αποτυχίας των παιδιών να μπορούν να παίζουν ανεξάρτητα στη φύση και αυτές οι συνέπειες ήδη γίνονται αισθητές. Η σχέση του παιδιού με τη φύση έχει διαρραγεί από το σύγχρονο τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι παιδικοί τραυματισμοί από πτώσεις που εισάγονται στα νοσοκομεία σήμερα στη Μ. Βρετανία προκύπτουν από πτώσεις από το κρεβάτι παρά από τα δέντρα αναφέρει μια έρευνα από το τηλεοπτικό κανάλι Eden το 2010 (Henley op. cit.).

 

Ο ρόλος και τα οφέλη των υπαίθριων δραστηριοτήτων ως προς την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση των παιδιών και στο ευ ζην τους.

Υπαίθριες δραστηριότητες: Οι υπαίθριες δραστηριότητες περιλαμβάνουν κινητικές δράσεις  απαιτούν σωματική και συναισθηματική συμμετοχή, κανόνες ασφαλείας και προστασίας του περιβάλλοντος (Priest & Gass, 1997). Οι υπαίθριες δραστηριότητες παρουσιάζουν στοιχεία αυτοβουλίας, αυθορμητισμού, πρόκλησης και ελευθερίας. Επιτυγχάνεται η κοινωνικοποίηση των συμμετεχόντων μέσω της περιβαλλοντικής  εκπαίδευσης. Οι συμμετέχοντες δραστηριοποιούνται μέσα από την κίνηση, ατομικά ή ομαδικά, με στόχο την αθλητική αναψυχή, τη διδασκαλία δεξιοτήτων, την εξερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος, την ανακάλυψη την περιπέτεια, την ψυχαγωγία. (Κουθούρης, 2009). Με τη συμμετοχή σε υπαίθριες δραστηριότητες το παιδί αλλά και ο ενήλικας μαθαίνει βιωματικά τα μυστικά της φύσης, βιώνει άμεσα την ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον (Kyle, 2010).

Ανάπτυξη φιλοπεριβαλλοντικής συνείδησης ως αποτέλεσμα της επαφής με τη φύση: Πολλά μικρά παιδιά, ανεξάρτητα από το που ζουν, περνούν τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου τους σε δραστηριότητες και ρυθμίσεις που τα κρατούν τελικά απομονωμένα από την άμεση επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Η ψυχαγωγία τους τείνει να γίνεται σε εσωτερικούς χώρους, π.χ. βλέποντας τηλεόραση, η μεταφορά τους να γίνεται με αυτοκίνητο αντί με περπάτημα, και τα προγράμματα ημερήσιας φροντίδας, όπου πολλά παιδιά περνούν το μεγαλύτερο μέρος των ωραρίων τους τείνουν να είναι προσαρμοσμένα προς την τάξη από ότι σε εξωτερικούς χώρους. Τα αποτελέσματα για πολλά μικρά παιδιά είναι ότι κινδυνεύουν να μην αναπτύξουν ποτέ θετικές στάσεις και συναισθήματα για το φυσικό κόσμο ή για την επίτευξη ενός στοιχειώδους υγιούς βαθμού επάρκειας αναγκαίων γνώσεων για το περιβάλλον (Disinger & Roth, 1992). Επίσης, παιδιά τα οποία ζουν σε μειονεκτικές γειτονιές με χαμηλό εισόδημα είναι πιθανότερο να επηρεαστούν αρνητικά από τις διάφορες περιβαλλοντικές επιθέσεις όπως είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση, ο θόρυβος, η συμφόρηση, τα στερεά απόβλητα κλπ και είναι λιγότερο πιθανό να έχουν συχνές θετικές αλληλεπιδράσεις με το φυσικό περιβάλλον (Harding & Holdren, 1993).

Από την άλλη μεριά, τα παιδιά που είναι κοντά στη φύση τείνουν να σχετίζονται με αυτήν ως πηγή απόλαυσης, χαράς και δέος. Τα πνεύματα τους καλλιεργούνται από τη φύση και ανακαλύπτουν μέσα από αυτό ¨πηγές ανθρώπινων ευαισθησιών¨ (Wilson, 1992, σελ.348).

Σύμφωνα με την Wilson (2011), οι έρευνες δείχνουν ότι η συμπάθεια και η αγάπη προς τη φύση αυξάνεται με την τακτική επαφή των παιδιών με το φυσικό κόσμο. Οι συχνές εμπειρίες με τη φύση στις θετικές πρώιμες παιδικές ηλικίες έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην υγιή ανάπτυξη του νου, του σώματος και του πνεύματος του παιδιού. Οι καλύτεροι τρόποι εμπλοκής και εμπνεύσεως τους είναι η ανακάλυψη σε τοπικά, οικεία περιβάλλοντα, καλλιεργώντας έτσι την αίσθηση του τόπου και του αναρωτιέμαι. Με βάση σχετικές μελέτες, οι συχνές αδόμητες εμπειρίες στη φύση είναι οι ποιο κοινές επιρροές για την ανάπτυξη αξιών που διατηρούνται δια βίου και η παιδική ηλικία είναι το θεμέλιο αυτής της σχέσης με το περιβάλλον. Σημαντικό ρόλο παίζουν και πρέπει να υλοποιούνται προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης σχετικά με το τοπικό πλαίσιο, δίνοντας τις δυνατότητες στους μαθητές να εξερευνήσουν και να βιώσουν ότι υπάρχει γύρω τους (Wilson, 2011).

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας παρακίνησης και ανάπτυξης φιλοπεριβαλλοντικής συνείδησης των παιδιών είναι τα οικογενειακά πρότυπα καθώς και οι μέντορες τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά είναι πιθανότερο να συμμετάσχουν σε περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες εάν ενεργούν και οι γονείς τους προς αυτή την κατεύθυνση ή τους ενθαρρύνουν για να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Τα μικρότερα παιδιά θα μάθουν για το περιβάλλον μέσα από ένα άτυπο, αυθόρμητο παιχνίδι μεταξύ τους, στα μεσαία παιδικά χρόνια (6-12 χρονών) πρέπει να ενθαρρύνονται να δραστηριοποιηθούν στο περιβάλλον και στη λήψη αποφάσεων έχοντας πίστη στις ικανότητες τους και αισιοδοξία για το μέλλον, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν και να οικοδομήσουν φιλίες μέσα από την εμπλοκή τους στη φύση και στο περιβάλλον. Το παιχνίδι δίνει την ευκαιρία και γίνεται ένας ουσιαστικός τρόπος επικοινωνίας μεταξύ φίλων που είναι βασικός λόγος για πολλά παιδιά να εκτιμήσουν τους εξωτερικούς χώρους. Επίσης, η επιρροή των φίλων ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στη συμμετοχή σε περιβαλλοντικές δράσεις. Η σχετική βιβλιογραφία τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν χώροι και δίκτυα όπου να μπορούν οι νέοι να μοιράζονται πληροφορίες και να μαθαίνουν από τους άλλους (Wilson op. cit.).

Περιβαλλοντικές έρευνες διαπίστωσαν ότι τη σημαντικότερη μάθηση προσέφεραν οι ευκαιρίες για δράσεις αντί  αυτής της παθητικής μάθησης στην τάξη. Τα καλύτερα αποτελέσματα προκύπτουν όταν μπορούν οι εκπαιδευτικοί να ενσωματώσουν τη μάθηση στο φυσικό περιβάλλον με στρατηγικές μάθησης στην τάξη, αναπτύσσοντας έτσι σχέσεις που εξασφαλίζουν τη συνέχεια της περιβαλλοντικής εκμάθησης σε όλη τη διάρκεια της σχολικής ζωής (Wilson op. cit.).

Προοπτική και ελπίδες για μελλοντικές υπεύθυνες δράσεις των παιδιών προσφέρει η κριτική των προσεγγίσεων για τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Ερευνητές τονίζουν την ενθάρρυνση των παιδιών να αναπτύξουν αρχικά μια συναισθηματική σύνδεση με τη φύση ως πρόδρομο για την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και υπευθυνότητα (Wilson, 2011).

Οι ευκαιρίες για συμμετοχή σε δράσεις στη φύση επηρεάζουν θετικά το παιδικό παιχνίδι και τις κοινωνικές τους συμπεριφορές. Το φυσικό περιβάλλον υποστηρίζει το παιδικό ευρηματικό παιχνίδι, την ανάπτυξη θετικών σχέσεων και εν τέλει μετατρέπεται σε χώρο μάθησης (Dowdell, Gray & Malone, op. cit.).

Διασύνδεση των ανθρώπων με τη φύση. «Η φύση είναι ένα εργαλείο», αναφέρει ο Moss (2010),  που βοηθάει ώστε να καταφέρουν τα παιδιά να βιώσουν εκτός από τον εαυτό τους και τον ευρύτερο κόσμο, να αποκτήσουν εμπειρίες. Ένα παιδί που καταφέρνει να αναρριχηθεί σε ένα δέντρο, αναλαμβάνει την ευθύνη για τον εαυτό του, αξιολογεί τον κίνδυνο για το ίδιο, εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, καταπολεμά τους φόβους του. Αν πέσει κάτω και χτυπήσει, ακόμα και αυτό του γίνεται ένα πολύ καλό μάθημα για τον κίνδυνο, την ανταμοιβή και τελικά την αυτογνωσία (Henleyop. cit.).

Ο Kellert (2005), και οι συνεργάτες του προτείνουν ένα νέο αρχιτεκτονικό μοντέλο βιωσιμότητας, μέσω ενός νέου πρωτοποριακού παραδείγματος. Στο άρθρο του,  “Building for Life” (κτήριο για τη ζωή – Ιαν. 2005), εξετάζει τη θεμελιώδη διασύνδεση των ανθρώπων με τη φύση. Η απώλεια αυτής της σύνδεσης έχει ως αποτέλεσμα χαμηλή  ποιότητα ζωής. Πιστεύει ότι η φύση είναι σημαντική για την ανάπτυξη των παιδιών. Επηρεάζει την υγεία τους, διαμορφώνει τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, την φυσική, ψυχολογική και  ηθική ευεξία τους,  σμιλεύει θετικά την ίδια τους την ταυτότητα. Τα παιδιά αποκτούν κριτική σκέψη για την επίλυση προβλημάτων, αποκτούν αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, ωριμάζουν. Ο Kellert εξετάζει την εμπειρική σχέση των παιδιών με το φυσικό κόσμο. Πιστεύει ότι αυτή η απομάκρυνση των παιδιών από τη φύση είναι μια σοβαρή απειλή για το μέλλον τους, για το μέλλον του είδους μας και πρέπει απαραιτήτως να αναστραφεί. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι έχουν βιολογική ανάγκη να συνδέονται με φυσικά συστήματα και διαδικασίες, μέσω σχέσεων που είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία κυρίως κατά την παιδική ηλικία αλλά και για την παραγωγικότητα τους, τη σωματική και ψυχική τους ευεξία (Kellert, 2005)

Ψυχολογικά οφέλη και οφέλη στην υγεία των παιδιών. Τα ψυχολογικά οφέλη και τα οφέλη στην υγεία των παιδιών που προκαλούνται από την επαφή και τις αλληλεπιδράσεις με τη φύση τα βοηθάνε ιδιαίτερα στο να ανακαλύψουν μέσα από υπαίθριες δραστηριότητες ζητήματα περιβαλλοντικά, τα οποία οδηγούν στην ευαισθητοποίηση τους και τα ενθαρρύνουν να αποκτήσουν θετική στάση για την προστασία της φύσης. (Hayes & Berman, 2015). Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, δύο τρόποι υπάρχουν, τονίζει η περιβαλλοντικός ψυχολόγος Kuo. «Ή να φέρουμε τη φύση εκεί που βρίσκονται τα παιδιά ή να φέρουμε τα παιδιά εκεί που βρίσκεται η φύση». Ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια πολύ δυνατή σχέση μεταξύ της καθημερινής έκθεσης στη φύση και της υγιούς ανθρώπινης ανάπτυξης δια βίου. Η άτυπη μάθηση και οι υπαίθριες δραστηριότητες, επισημαίνει, μπορούν να θεωρούνται κρίσιμες για την υγεία των παιδιών και για το φυσικό κόσμο τους, τα βοηθά να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους, σωματικά, κοινωνικά, και συναισθηματικά (Kuo, 2015).

Τα πολλαπλά και μετρήσιμα οφέλη που προσφέρει στην υγεία των παιδιών, η επαφή με το φυσικό κόσμο, τα υποστηρίζουν πολλές επιστημονικές έρευνες. Η μείωση της αγχώδους διαταραχής, του σακχαρώδη διαβήτη, η μείωση των συμπτωμάτων της Δ.Ε.Π.-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής Attention Deficit Disorder, ADD – Υπερκινητικότητας) σε παιδιά και νέους, της προστασίας από τη μυωπία, καρκίνο, χειρουργικές επεμβάσεις, παχυσαρκία, καρδιαγγειακών και μυοσκελετικών παθήσεων, ημικρανιών, αναπνευστικών ασθενειών, της κατάθλιψης, διαφόρων μολυσματικών διαταραχών και της τόνωσης του ανοσολογικού συστήματος των παιδιών είναι μερικά μόνο από αυτά τα οφέλη.

Ο χρόνος που αφιερώνεται στη φύση έχει σημαντικές ευεργετικές επιπτώσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας τους θετικούς δείκτες και μειώνοντας τους αρνητικούς, όπως π.χ. αυξάνοντας τον αριθμό και τη δραστικότητα των αντικαρκινικών κυττάρων ΝΚ[ii] στο αίμα κατά 50%-56%, η οποία μάλιστα παραμένει  ενισχυμένη ένα μήνα μετά την επιστροφή σε αστικό περιβάλλον κατά 23%  από ότι πριν τις υπαίθριες δράσεις (Li, 2010), και μειώνοντας κατά 50% τις φλεγμονώδεις κυτοκίνες[iii], που εμπλέκονται σε χρόνιες ασθένειες όπως διαβήτης, καρδιαγγειακές νόσοι, κατάθλιψη (Kuo & Taylor 2004, Kuo, op. cit.).

Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ο δραστήριος τρόπος ζωής είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς βοηθάει στη ρύθμιση του μεταβολισμού των παιδιών και στη σωματική και ψυχολογική τους υγεία (Baranowski et.al., 1992). Οι φυσικές δραστηριότητες προάγουν τη λειτουργική κατάσταση του ατόμου και την ψυχική υγεία του βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής του (Pitta et al., 2006). Επίσης, βοηθούν στη διαμόρφωση της φυσιολογικής ανάπτυξης του μυοσκελετικού και του ανοσοποιητικού συστήματος (Andersen et al., 2006), ενώ παράλληλα βελτιώνουν την αυτοεκτίμηση, την πρωτοβουλία και τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις (Nelson & Gordon-Larsen, 2006).

Τα παιδιά τα οποία δραστηριοποιούνται από μικρή ηλικία έχουν περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν υγιή, να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής και να γίνουν δραστήριοι και παραγωγικοί πολίτες κατά την ενηλικίωση τους (Kohl, 2001). Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο του Essex (Ηνωμένο Βασίλειο), ακόμα και 5 λεπτά υπαίθριων δραστηριοτήτων ημερησίως είναι ικανά να επιφέρουν ταχείες βελτιώσεις στην ψυχική ευεξία και αυτοεκτίμηση, με μέγιστα οφέλη για παιδιά και νέους(Henley, op. cit.).

Η Αγωγή Υπαίθρου (OutdoorEducation) ως εκπαιδευτικό εργαλείο.

Η αγωγή υπαίθρου έχει διαπιστωθεί ερευνητικά ότι έχει θετική επίδραση στην περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά. Ως εκπαιδευτική διαδικασία προβάλλει σήμερα ως μια λύση διεξόδου για τα παραπάνω ζητήματα καθώς συμβάλει στην επίτευξη της γνώσης, της κατανόησης, διαμορφώνει αξίες, στάσεις, συναισθήματα, αντιλήψεις και συμπεριφορές. Αφορά την παραμονή, δραστηριοποίηση και διαπαιδαγώγηση των μαθητών σε υπαίθριους χώρους. Σκοπός της είναι η εμπλοκή των μαθητών βιωματικά σε κινητικές αθλητικές δραστηριότητες και παιγνίδια στην ύπαιθρο αναπτύσσοντας και βελτιώνοντας δεξιότητες και αξίες ζωής, αξίες περιβαλλοντικής συνείδησης και ευαισθητοποίησης (Κουθούρης, ό.π.).

Τα προγράμματα αγωγής υπαίθρου, ως παιδαγωγικές δραστηριότητες ανάπτυξης, βελτίωσης δεξιοτήτων στη ζωή των μαθητών και απόκτησης αξιών της καθημερινότητας, βοηθούν στην ανάπτυξη επικοινωνίας, συνεργασίας, ομαδικού πνεύματος, εμπιστοσύνης, επίλυσης προβλημάτων. Στόχος είναι η εμπλοκή και η ανάληψη πρωτοβουλίας των μαθητών στις λήψεις αποφάσεων χωρίς τη βοήθεια των εκπαιδευτικών, με απώτερο σκοπό  αρχικά την ανάπτυξη των προσωπικών τους χαρακτηριστικών και στη συνέχεια τη βελτίωση των ικανοτήτων τους σε διαπροσωπικό επίπεδο.

Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων αγωγής υπαίθρου οι μαθητές ενημερώνονται και στη συνέχεια εμπλέκονται ενεργά σε θέματα υγείας, σε ζητήματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, σε δράσεις παρατήρησης/καταγραφής, κατασκευών, δημιουργίας παιγνιδιών, προτείνοντας λύσεις. Η αξία των προγραμμάτων αυτών έγκειται στο ότι αξιοποιώντας το φυσικό περιβάλλον θίγονται ανθρώπινες αξίες και παιδαγωγικές αρχές που βιώνουν οι μαθητές και οι οποίες δύσκολα διδάσκονται σε ένα σχολικό περιβάλλον. Οι διαφορές τους από τα συνήθη παιδαγωγικά παιχνίδια είναι  ότι προσχεδιάζονται απαιτούν ενεργή συμμετοχή, προσοχή, επινοητικότητα και συνεργασία από τους εμπλεκόμενους, αναδεικνύοντας έτσι αναξιοποίητες ικανότητες των μαθητών και δημιουργώντας προβληματισμούς στους συμμετέχοντες για ανάλογες καθημερινές καταστάσεις, ενώ τα αποτελέσματα των δράσεων και ατομικών συμπεριφορών γίνονται κεντρικά σημεία αξιολόγησης (Κουθούρης, ό.π.).

Οι σημερινές τάσεις απομάκρυνσης των παιδιών από τη φύση, δημιουργούν προβλήματα στα ίδια και στην κοινωνία τους. Εισέρχονται σε μια δύσκολη κατάσταση η οποία ευτυχώς, προς το παρόν, μπορεί να είναι αντιστρέψιμη. Τα περισσότερα από 400 κέντρα παγκοσμίως που προσφέρουν προγράμματα Αγωγής Υπαίθρου σε δεκάδες χιλιάδες μαθητές, μπορούν και αντιμετωπίζουν σε σημαντικό βαθμό το φαινόμενο της απομάκρυνσης των μαθητών από τη φύση, συντελούν στην σωματική επαναδραστηριοποίησή τους και παράλληλα στην ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης και ευαισθητοποίησης (Κουθούρης, ό.π.).

Η αγωγή υπαίθρου παρέχει συμπληρωματική εκπαίδευση βοηθώντας στην ανάπτυξη αυτοσεβασμού και αυτοπεποίθησης στους μαθητές, στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μαθητών αλλά και με τους εκπαιδευτικούς, στην κοινωνική ευαισθητοποίηση τους για το φυσικό περιβάλλον. Αυτό που παραμένει να γίνει στη χώρα μας είναι να εκμεταλλευθεί τον τεράστιο φυσικό πλούτο της, υλοποιώντας και αναδεικνύοντας το επιτυχημένο εκπαιδευτικό μοντέλο της Αγωγής Υπαίθρου (Outdoor Education), προσφέροντας στις νεότερες γενεές ευκαιρίες για μελλοντική ποιοτικότερη ζωή (Κουθούρης, ό.π.).

 

Συμπεράσματα

Στην παρούσα έρευνα αναζητήθηκαν επιστημονικά τεκμηριωμένα οφέλη που προσφέρουν οι υπαίθριες δραστηριότητες και η αγωγή υπαίθρου όταν χρησιμοποιούνται ως εκπαιδευτικά εργαλεία. Τα οφέλη αυτά αφορούν στην υγεία των παιδιών  σε  σωματικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο και στην ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης και ευαισθητοποίησης. Επίσης τεκμηριώθηκαν βιβλιογραφικά  οι αρνητικές συνέπειες στα παιδιά τα οποία απομακρύνονται από τη φύση αντικαθιστώντας παραδοσιακά παιγνίδια και υπαίθριες δράσεις με άλλες περισσότερο καθιστικές ασχολίες.

Επισημάνθηκαν οι ανασταλτικοί παράγοντες οι οποίοι αποτρέπουν τη συμμετοχή παιδιών και ενηλίκων σε τέτοιου είδους φυσικές δραστηριότητες. Η μελέτη συνδέει τις έννοιες του ελεύθερου παιδικού παιχνιδιού και του φυσικού περιβάλλοντος με απώτερο σκοπό να τεκμηριώσει τη δυνατότητα ύπαρξης μιας εποικοδομητικής σχέσης αλληλεξάρτησης ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές. Ενισχύεται η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών, αντί για την παθητική γνώση. Το παιδί αναπτύσσει  ενσυναίσθηση και σεβασμό για τα παιδιά της ομάδας του με τα οποία αλληλεπιδρά αλλά και για το ίδιο το περιβάλλον. 

Σύμφωνα με τις έγκυρες επιστημονικές βιβλιογραφικές αναφορές της μελέτης, τα αποτελέσματα της έλλειψης υπαίθριων δραστηριοτήτων και ελεύθερου παιχνιδιού από τα παιδιά είναι επιζήμια για τα ίδια και για τον τόπο τους. Αντιθέτως, τα παιδιά που δραστηριοποιούνται στο φυσικό περιβάλλον, δέχονται θετικές επιδράσεις στη σωματική, πνευματική, συναισθηματική υγεία και φυσιολογική ανάπτυξη τους, στην ψυχολογία τους, στην κοινωνικοποίηση τους μέσα από το παιγνίδι, στην απόκτηση και καλλιέργεια περιβαλλοντικής συνείδησης, ευαισθητοποίησης για τη φύση. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές πηγές, βλέπουμε ότι το φυσικό περιβάλλον υποστηρίζει το ευρηματικό παιχνίδι των παιδιών, την ανάπτυξη θετικών σχέσεων και γίνεται ένας τόπος μάθησης.

Σύμφωνα με τις επιστήμες της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας και Γεωγραφίας, το φυσικό περιβάλλον βοηθάει ιδιαίτερα στην ανάπτυξη και στην εξελικτική πορεία των παιδιών. Η παιδική περιέργεια που συνοδεύει την εξερεύνηση και η βίωση  νέων εμπειριών μέσα στη φύση είναι αυτά που θα επηρεάσουν και τελικά θα καθορίσουν τις συμπεριφορές τους μελλοντικά, ως ενήλικων ενεργών πολιτών. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα η διεπιστημονική προσέγγιση και συνεργασία των επιστημών της Παιδαγωγικής και Περιβαλλοντικής Ψυχολογίας προτείνοντας  ποιοτικές λύσεις και ορθούς τρόπους ικανοποίησης των αναγκών   της παιδικής ηλικίας όσο αφορά το ελεύθερο παιγνίδι σε κατάλληλο και ασφαλές φυσικό περιβάλλον.



[i] Ή “attention deficit disorder” (σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής). Η ιδέα ότι ο άνθρωπος, ιδιαίτερα τα παιδιά, ξοδεύουν λιγότερο χρόνο σε εξωτερικούς χώρους και την πεποίθηση ότι η αλλαγή αυτή έχει ως αποτέλεσμα πολλά προβλήματα συμπεριφοράς. 

[ii] Η κυτταροτοξική δράση των κυττάρων ΝΚ (naturalkillers) είναι σημαντική για την πρόληψη του καρκίνου. Τα κύτταρα NK παίζουν σημαντικό ρόλο προαγωγής της υγείας όσο αφορά στην καταπολέμηση λοιμώξεων από ιούς και σε άλλες λοιμώξεις, όπως επίσης και σε αυτοάνοσες διαταραχές.

[iii] Οι φλεγμονώδεις κυτοκίνες πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο σε πλήθος χρόνιων παθήσεων, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη, της καρδιαγγειακής νόσου και της κατάθλιψης (Cesari et al., 2003, Wellen and Hotamisligil, 2005, Dowlati et al., 2010).

 

Βιβλιογραφία

Alexandris, K.Kouthouris, C., Funk, D. & Giovani, C.  (2009).Segmenting Winter Sport Tourists by Motivation: The Case of Recreational Skiers. Journal of Hospitality Marketing & Management, 18(5), 480-499.

Andersen, L.B., Harro, M., Sardinha, L.B., Froberg, K., Ekelund, U., Brage, S., Anderssen, S.A.  (2006). Physical activity and clustered cardiovascular risk in children: a cross-sectional study (The European Youth Heart Study). The Lancet, 368(9532), 299-304.

Baranowski, T., Bouchard, C., Bar-Or, O., Bricker, T., Heath, G., Kimm, SY., Malina,R., Obarzanek, E., Pate, R., Strong, WB., Washigton, R (1992). Assessment, prevalence and cardiovascular benefits of physical activity and fitness in youth. Medicine & Science in Sports and Exercise, 24(6), 237-247

Disinger, J.F. & Roth. C.E. (1992). Environmental Literacy (ERIC Digest EDO-SE-92-1). Columbus, OH: ERIC Clearinghouse for Science, Mathematics and Environmental Education [ED 351 201]

Dowdell, K., Grey, T., Malone, K. (2011). Nature and its influence on children’s outdoor play. Journal of Outdoor and Environmental Education 15(2), 24-35.

Harding, A. & Holdren, G.R. (1993). Environmental equity and the environmental professional. Environmental Science Technology, 27(10), 1990-93.

Hayes, D.J. & Berman, M.G. (2015). Nature and Environment: The Psychology of Its Benefits and Its Protection. University of Chicago: Frontiers in Psychology.

Henley, Jon. (2010).Why our children need to get outside and engage with nature. (Ανακτήθηκε από το δικτυακό τόπο https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2010/aug/16/childre-nature-outside-play-health  στις 11 Ιανουαρίου 2019).   

Kellert, S.R.  (2005). Building for life: Designing and understanding the human-nature connection. Washington: Island Press. (Ανακτήθηκε από το δικτυακό τόπο https://www.researchgate.net/publication/40777405_Building_for_Life_Designing_and_Understanding_the_Human-Nature_Connection στις 18 Οκτωβρίου 2019).

Kohl, H.W. (2001).Physical activity and cardiovascular disease: evidence for a dose response. Medicine and Science in Sports and Exercise, 33(6), 472-83.

Kuo, F.M. & Taylor A.F. (2004). A Potential Natural Treatment for Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder: Evidence from a National Study. American Journal of Public Health, 94(9), 1580-6.

Kuo, F.M. (2015). How might contact with nature promote human health? Promising mechanisms and a possible central pathway. Frontiers in Psychology, volume 6, article 1033. doi:10.3389/fpsyg.2015.01093

Kyle, G.T. et al. (2010). The effect of service quality on customer loyalty within the context of ski resorts. Journal of Park & Recreation Administration, 28(1), 1-15.

Li, Q. (2010). Effect of forest bathing trips on human immune function. Environmental Health and Preventive Medicine, 15(1), 9–17. doi: 10.1007/s12199-008-0068-3

Louv, R. (2010). Last Child in the Woods. Saving Our Children from Nature- Deficit Disorder. Chapel Hill, NC: Algonquin Books of Chapel Hill.

Malone, K. & Tranter, P. (2003). Children’s environmental learning and the use, design and management of schoolgrounds. Children, Youth and Environments, 13 (2), 87-137.  

Nelson, M. C. & Gordon-Larsen, P. (2006). Physical activity and sedentary behaviors. Pediatrics, 117(4), 1281-1290.

Pitta, F., Troosters, T., Probst, V.S., Spruit, M.A., Decramer, M., Gosselink, R. (2006). Quantifying physical activity in daily life with questionnaires and motion sensors in COPD. European Respiratory Journal 27(5), 1040-1055;

Priest, S. & Gass, M. (1997). Effective leadership in adventure programming. Champaign, IL: Human Kinetics.

Pryor, A., Carpenter, C., Townsend, M. (2005). Outdoor education and bush adventure therapy: A socioecological approach to health and well-being. Australian Journal of Outdoor Education, 9(1), 3-13.

Vogel, R. et al. (2013). Mathematical situations of play and exploration. Educational Studies in Mathematics, 84(2), 209-225

Wilson, C. (2011). Effective approaches to connect children with nature. (Ανακτήθηκε από το δικτυακό τόπο https://www.doc.govt.nz/globalassets/documents/getting-involved/students-and-teachers/effective-approaches-to-connect-children-with-nature.pdf στις 20 Οκτωβρίου 2019).

Wilson, E.O. (1992). The diversity of life. Cambridge, MA: Belknap Press of Harvard University Press.

 

Κουθούρης, Χ. (2009). Υπαίθριες Δραστηριότητες Αναψυχής – Ακραία αθλήματα. Μάνατζμεντ Υπηρεσιών – Εκπαίδευση Στελεχών. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Θεσ/νίκη.

Κουθούρης, Χ. (2011). Άσκηση σε φυσικό περιβάλλον / υγεία / ποιότητα ζωής / περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση. «ΑΓΩΓΗ ΥΠΑΙΘΡΟΥ». Ανακτήθηκε από το δικτυακό τόπο  http://repository.edulll.gr/edulll/handle/10795/1226  στις 26 Ιανουαρίου 2019).

 


Ο συγγραφέας

Ο Γιώργος Κεχλιμπάρης  (kehlimbarisgeorge[@]gmail.com) είναι εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής (ΠΕ 11) απόφοιτος του Τμήματος Επιστήμης, Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (παράρτημα Σερρών).  Από το 2014 είναι μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Κιλκίς. Τα επαγγελματικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και την παιδαγωγική αξιοποίηση των νέων Τεχνολογιών και της Πληροφορικής στην Εκπαίδευση.